Κοίταξε την ώρα ακόμα μια φορά. Μία και δέκα. πολιτεία
«Έπρεπε να είχα πάρει το μετρό,» μουρμούρησε πίσω από το τιμόνι. Το θέμα ήταν να φτάσει στο φανάρι.
«Στην Αθηνάς ανοίγει ο δρόμος.»
Το αυτοκίνητο μούγκρισε και το άφησε να τσουλήσει για 2-3 μέτρα. Κόκκινο πάλι.
Γύρισε το βλέμμα στα δεξιά. Άνθρωποι διαφόρων ηλικιών να περπατούν με σκυμμένο το κεφάλι, κοιτάζοντας το ρολόι κι έπειτα επιταχύνοντας το βήμα, μιλώντας σε ακριβοπληρωμένα κινητά… Όλοι τους με τσάντες. Ένα σκασμό από δαύτες. Μικρές, μεγάλες… Σίγουρα δώρα για ανίψια και εγγόνια που, μόλις έσκιζαν με μανία το περιτύλιγμα, θα πετούσαν στην άκρη το περιεχόμενο.
«Πλησιάζουν γιορτές,» μονολόγησε.
Το ορμητήριο των περισσότερων ήταν το γνωστό παιχνιδάδικο στη γωνία. Δύσκολα περνούσε απαρατήρητο: ψηλά η ταμπέλα με τα πολύχρωμα γράμματα και από κάτω η βιτρίνα να ασφυκτιά με παιχνίδια διαφόρων χρωμάτων και μεγεθών. Στοιχημάτισε πως μερικά κοστίζουν όσο το ενοίκιο μιας γκαρσονιέρας. Κάποια άλλα -σίγουρα- περισσότερο. Κι ύστερα, το πεζοδρόμιο με δυο βουνά σκουπίδια…
«Δεν είναι σκουπίδια…»
Ήταν τα υπάρχοντα δυο- τριών ανθρώπων. Μπορεί και περισσότερων. Όλοι τους ηλικιωμένοι. Ο ένας, ξαπλωμένος πάνω στον ένα σωρό από κουβέρτες κι ό,τι αυτές έκρυβαν από κάτω, να διαβάζει. Ανενόχλητος από τα βίαια κορναρίσματα και το συρφετό που περνούσε από μπροστά του.
Ο δεύτερος σωρός προστατευόταν από δύο ακόμα. Τους είδε πίσω από πόδια με καλογυαλισμένα παπούτσια που τους απέφευγαν τελευταία στιγμή, να κάθονται κατάχαμα. Απαθείς. Δίχως ίχνος ανησυχίας μη τυχόν και πέσει πάνω τους κάποιος βιαστικός που δεν ξεχώρισε τα δυο γκριζομάλλικα κεφάλια.
Μια κόρνα σφύριξε. Αυτά τα 4-5 μέτρα είχαν -όπως και να το κάνεις- μια σημασία. Κόκκινο. Το τελευταίο, σίγουρα. Κοίταξε μια τελευταία φορά τους σωρούς και τους φύλακές τους.
«Κρίμα,» σκέφτηκε. «Αλλά τι να κάνεις;»
Πράγματι, τι μπορούσε να κάνει; Δε ζητιάνευαν. Κανένας τους. Απέπνεαν μια άλλου είδους αξιοπρέπεια μέσα από τα κουρελιασμένα ρούχα τους. Πόσοι από τους στητούς και καμαρωτούς θα μπορούσαν να το αντέξουν έστω και μια βδομάδα; Να κοιμούνται κάτω από την πολυτελή βιτρίνα του παιχνιδάδικου, με την ταμπέλα να ανάβει μόλις πέφτει ο ήλιος, μην τυχόν και πεις «δεν υπάρχουν, δεν τους έχω δει». Ποιος θα το άντεχε; Να καταλήξει «έτσι»;
Παράλογος φόβος. Είχε οικογένεια και φίλους… Όχι, όχι. Δεν θα κατέληγε «έτσι»… Το τσίμπημα στην καρδιά εξανεμίστηκε. Έστριψε στην Αθηνάς. Είχε και δουλειές. Να παραδώσει, να εισπράξει… πολιτεία
*Έργα του Timothy Fαdek θα βρείτε εδώ: https://www.timothyfadek.com