Πλησίασε στα κάγκελα του μπαλκονιού. Έριξε μια ματιά στο βαθύ μπλε του ουρανού, που ήταν ακόμα μακριά. Τα σύννεφα θα αργούσαν να φύγουν, να το φέρουν και εδώ. Κοίταξε κάτω. Το οδόστρωμα ήταν ακόμα βρεγμένο από την καλοκαιρινή μπόρα που τελείωσε πριν από λίγη ώρα. Η ζέστη σε συνδυασμό με την υγρασία δημιουργούσε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ή μήπως δεν ήταν αυτός ο λόγος που δε μπορούσε να ανασάνει;
Ήθελε να φύγει. Αναρωτήθηκε γιατί δεν το είχε ήδη κάνει. Τι γύρευε ακόμα στην Αθήνα; Μια ξαφνική νοσταλγία για το ξένο την σκούντηξε.
Ήταν από αυτές τις φορές που ευχήθηκε να μην είχε κανέναν. Να μπορούσε να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της χωρίς να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν. «Αχάριστη». Το έλεγε στον εαυτό της καθημερινά. «Οι νευρώσεις σου πληγώνουν όσους σε αγαπάνε και σε νοιάζονται.»
Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε από το σπίτι. Δεν είχε που να πάει. Ήταν ήδη αργά και έκανε ψύχρα για την εποχή. Πόσο μετάνιωνε για όλους αυτούς που είχε κάνει πέρα, αλλά παράλληλα δε θα άλλαζε για τίποτα τον εαυτό της. Δεν ήθελε να έχει υποχρεώσεις, κι ας μην είχε ούτε δικαιώματα. Δεν ήθελε πίεση κι ας είχε μοναξιά τις ώρες που την καταριόταν πιο πολύ.
Περπατούσε γρήγορα στην άκρη του δρόμου. Απέφευγε τα πεζοδρόμια. Τα αυτοκίνητα περνούσαν δίπλα της. Η βροχή ξανάρχισε. Τι είχε κάνει με τη ζωή της; Είχε περάσει τα τριάντα και δεν ήταν καν κοντά σε αυτό που ονειρευόταν για τον εαυτό της. Αυτό που την πόναγε περισσότερο ήταν ότι δεν ήξερε σε ποιο όνειρο ήθελε να μοιάσει η ζωή της.
Ένα λεωφορείο της κόρναρε. Ήταν κοντά στη στάση. Ίσως ήθελε να μπει. Το άφησε να περάσει. Έτσι, σκέφτηκε, όπως άφηνε τόσα και τόσα να περάσουν. Χαρές, λύπες, εκπλήξεις, ευκαιρίες… όλα ένα. Όλα ελλείψει συναισθήματος. Πόσες φορές είχε ζητήσει βοήθεια. Πόσες φορές είχε «ουρλιάξει» και η απάντηση που έπαιρνε ήταν ίδια: «Σώπα μωρέ, μια χαρά είσαι.»
Περπατούσε ακόμα στο πλάι του δρόμου. Αν παραπάταγε; Θα σταματούσαν οι φωνές που της έλεγαν ποιο είναι το σωστό και ποιο είναι το λάθος; Γιατί δεν είχε παραπατήσει τόσα χρόνια; Γιατί τόσοι άνθρωποι γύρω της τη βασάνισαν με την παρουσία τους; Γιατί δεν ήταν πιο δυνατή να τους βγάλει από τη ζωή της; Τους κράταγε σα φυλαχτό, ακόμα και αφού χάνονταν, για να νιώθει γεμάτη. «Μόνη σου πρέπει να γεμίσεις τη ζωή σου.», της είχαν πει διάφοροι, αλλά κανείς δεν της είπε πώς γίνεται αυτό.
Σταμάτησε. Η βροχή είχε δυναμώσει. Οι σταγόνες μπερδεύονταν με τα δάκρυα. Κάποιοι περαστικοί την κοίταξαν. Δεν τους είδε. Δεν σκεφτόταν. Για μια στιγμή, για ένα λεπτό, που δεν καταγράφηκε ποτέ… την 25η ώρα κάτι μαγικό της συνέβαινε. Τη γέμισε μια γλυκιά θέρμη. Ένιωθε. Επιτέλους.