Τι μέρα ήταν; Άπλωσε το χέρι έξω από την κουβέρτα και ψαχούλεψε πάνω στο κομοδίνο. Ακούστηκαν διάφοροι ήχοι. Μάλλον ήταν διαφημίσεις που μόλις είχαν τελειώσει και τώρα άκουγε κάτι γνώριμες συγχορδίες. Νόμισε ότι της άρεσε αυτό το τραγούδι. Τα μάτια της ήταν ακόμα κλειστά. Δεν ήθελε να αφήσει ακόμα τη ζεστασιά του κρεβατιού και του ονείρου. Σε λίγο ο καφές. μέτρημα
«Τους ανθρώπους στη ζωή μου,
κάθισα να τους μετρήσω»
Οι τελευταίες μέρες δοκίμαζαν τις αντοχές της. Η δουλειά, η οικογένεια, ένας γάμος που έχασε… Έπρεπε να βγει από το σπίτι. Να πάρει κάποιον τηλέφωνο. Όμως, ποιον;
«Τους παρόντες, τους απόντες»
Δεν είχαν περάσει πολύ τα χρόνια από τότε που κάθε βράδυ, σχεδόν, έβγαινε με διαφορετικές συντροφιές. Σε στέκια, σε τυχαία μαγαζιά. Ανάμεσα σε κόσμο με τα μάτια να λάμπουν, να συζητά, να γελά, να ζει. Έτσι ήθελε, έτσι είχε ανάγκη και έτσι είχε συνηθίσει τον εαυτό της.
“Όσους ήρθαν για να μείνουν“
Πόσες συντροφιές, αλήθεια, είχαν περάσει από το πλάι της. Όλοι με την προσδοκία της συνέχειας. Κάποιοι φίλοι, κάποιοι κάτι παραπάνω.
“Όσους έφυγαν πριν γίνουν”
Και ήταν τόσοι αυτοί. Και σε όλους είχε επιτρέψει να τη γνωρίσουν. Λιγότερο ή περισσότερο. Τα προηγούμενα, τα σημαντικά, λίγες στιγμές απ’ τη ζωή της, τις διηγούταν ξανά και ξανά και ξανά… Μόνο που κάθε φορά μείωνε το χρόνο που αφιέρωνε στη διήγησή τους. Έκανε οικονομία λέξεων. Είχε κουραστεί πια να συστήνεται, να αναλύει, να μιλάει, να ακούει τη φωνή της.
“Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι
ή μου βγαίνουνε πολλοί”
Νέοι άνθρωποι, νέες εμπειρίες. Έβρισκε τρόπο να εξοικονομεί χώρο και χρόνο για το νέο. Η απληστία για την εμπειρία. Μόνο που ό,τι έπαιρνε, το έδινε.
Όπως ήταν ακόμα κάτω από την κουβέρτα, ονόματα της έρχονταν στο νου. Πρόσωπα, χαμόγελα, προσπαθούσε να θυμηθεί τις φωνές ή κάποιο άρωμά τους. Έπιασε τον εαυτό της να χαμογελά αμυδρά, να σμίγει τα φρύδια, να σφίγγει τα δόντια, να βρέχονται τα μάτια.
“Κι είναι η μοναξιά που επείγει”
Πως κατάφερε και έμεινε μόνη της; Τόσοι άνθρωποι… Τους θεωρούσε αναλώσιμους ή το αντίστροφο; Ποιος έφευγε πρώτος; Τώρα πια δεν μπορούσε να δικαιολογείται άλλο στον εαυτό της. Συζητήσεις που απέφευγε, κλήσεις που αγνοούσε. Τώρα πια δεν θυμόταν τους λόγους που είχε χρησιμοποιήσει. Συνέχισε να φέρνει ανθρώπους στο νου της.
“Θα ‘θελα να τους κρατήσω”
Τους άφηνε να γλιστρούν έξω από τη ζωή της και η ενοχή να επιστρέφει κάθε τόσο, παρέα με ένα μεγαλύτερο βάρος κάθε φορά. Κι όση ήταν η απάθειά της παλιότερα, να ορίζει τους ανθρώπους γύρω της σαν σώματα που διαγράφουν τροχιές -διαφόρων διαμέτρων- στη γραμμή του χρόνου της…
“Όσους άφησαν σημάδι”
…τόσο πιο δύσκολο της ήταν να δεχτεί ότι λίγες ήταν οι μεγαλύτερες. Λίγοι αυτοί που είχαν κερδίσει την ελευθερία που φέρνει η οικειότητα, που τους αναζητούσε σε κάθε νέα εμπειρία.
“Σε ένα μέτρημα που ανοίγει
την παλιά μου την πληγή”
Μία ήταν η φωνή που μπορούσε ακόμα να ακούσει. Χρόνια πριν, μια νέα γνωριμία και λίγο αργότερα το τέλος της. Τα έφερε στο νου της για ακόμα μια φορά. Ήταν μέρες που δεν το είχε κάνει για αυτές τις δυο στιγμές.
“Αγάπες που έμοιαζαν να ‘χουν αξία“
Αρνούταν να ανοίξει τα μάτια της. Αρνούταν να ξεκινήσει τη μέρα της. Τι μέρα ήταν; Ήθελε να μείνει για λίγο ακόμα κάτω από τα σκεπάσματα. Για λίγο ακόμα. Ο αέρας άρχισε να μην είναι αρκετός και η καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα. Θα περάσει. Να. Τώρα έπαιζε κιόλας άλλο τραγούδι. Θα περάσει κι αυτό. Σε λίγο θα σηκωθεί να φτιάξει καφέ. Σε λίγο ο καφές.
*Βασισμένο στο γνωστό τραγούδι “Το μέτρημα”. Χρησιμοποιήθηκαν στίχοι του Γεράσιμου Ευαγγελάτου.
Συμμετοχή στο λογοτεχνικό project “Το γραμμόφωνο”. Αρχική δημοσίευση: https://grammophono.tumblr.com/post/133296454447/το-μέτρημα-δώρα-μουλού