Τελεία, κόμμα και άλλα σημεία στίξης

Αρκετοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν τη σωστή χρήση της στίξης. Το βλέπουμε γύρω μας, στα προσωπικά μηνύματα (άλλο να πεις σε κάποιον ‘ότι επιθυμείς’ και άλλο να του πεις ‘ό,τι επιθυμείς’), στα posts στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ακόμα και σε σοβαρά άρθρα και κείμενα στο internet (στην έντυπη μορφή υπάρχει μεγαλύτερη προσοχή).

Όμως, αν κάποιος γράφει, ειδικά αν κάνει τις πρώτες του απόπειρες, καλό είναι να έχει έναν οδηγό. Μην κάνουμε κάποια σοβαρά λαθάκια, που μόνο να αφήσουν μια άσχημη εντύπωση για τη συγγραφική μας δεινότητα μπορούν. Πράγματι, δεν ξέρω ποιος άλλος, αλλά εγώ έχω κλείσει βιβλία (ακαδημαϊκά κιόλας!), γιατί δεν έλεγε να βάλει μια τελεία ο συγγραφέας· γιατί δεν έβγαζα νόημα με τη δεύτερη και την Τρίτη ανάγνωση.

Έτσι είπα: «Ας τα βάλω σε μια σειρά!» (και για μένα την ίδια, που πάντα κάτι θα κάνω λάθος!).

Τελεία (.)

Όταν διαβάζουμε τελεία στο κείμενο είτε σταματάμε είτε χαμηλώνουμε τη φωνή. Τη χρησιμοποιούμε όταν έχουμε δώσει ένα ολοκληρωμένο νόημα. Π.χ. Τα μαγαζιά σήμερα κλείνουν στις 7.

Ωστόσο, δε θα τη βάλουμε στον τίτλο, σε επικεφαλίδες και σε επιγραφές.

Όταν χρησιμοποιούμε παρενθέσεις, εισαγωγικά, παύλες κτλ. Μπαίνει πάντα έξω από αυτά, εκτός κι αν μέσα σημειώνεται ολόκληρη περίοδος.

Δεν μπαίνει τελεία μετά από ερωτηματικό, θαυμαστικό και αποσιωπητικά.

Για να μπούμε και στα λίγο πιο εξειδικευμένα, καλό είναι να μην ξεχνάμε να βάζουμε τελεία σε πολυψήφιους αριθμούς, ώστε να μπορούμε να τους διαβάζουμε. Εκτός από ημερομηνίες, διευθύνσεις, τηλέφωνα, αριθμούς πινακίδων, άδειας και οπουδήποτε αλλού ο αριθμός είναι επίσημα έτσι καταχωρημένος.

Άνω τελεία (·)

Ένα από τα πιο παρεξηγημένα σημεία στίξης, το οποίο τείνει να αντικατασταθεί από την τελεία και το κόμμα. Εμένα είναι από τα αγαπημένα μου, οπότε πάμε να δούμε πότε τη χρησιμοποιούμε!

Γενικά, στην ανάγνωση τη σημειώνουμε κάνοντας  μικρότερη παύση από ότι στην τελεία και μεγαλύτερη από ότι στο κόμμα. Η άνω τελεία δηλώνει ότι η υπάρχει στενή σύνδεση μεταξύ των δύο περιόδων που γράφονται. Ακόμη, μέσα σε μια μεγάλη περίοδο μπορεί να ομαδοποιήσει τις επιμέρους προτάσεις. Π.χ. Τα κορίτσια πήγαν για ψώνια και η Αλίκη αγόρασε ένα φόρεμα, ένα ζευγάρι κόκκινες μπότες· η Μπέτυ μια εσάρπα.

Μέσα στην ίδια φράση μπορεί να τη συναντήσουμε, όπου χωρίζει τα δύο μέρη που σχετίζονται, αλλά διαφέρουν. Π.χ. Αυτός δεν είναι άνθρωπος· είναι τέρας.

Όπως και η τελεία μπαίνει έξω από εισαγωγικά και παρενθέσεις.

Κόμμα (,)

Το πιο συνηθισμένο σημείο στίξης (κάποιες φορές πιο πολύ κι από την τελεία!). Μπορεί να μας αρέσει, να θεωρούμε ότι επειδή δεν μπορούμε να πάρουμε ανάσα όταν κάνουμε δυνατή ανάγνωση, πρέπει να βάλουμε κόμμα. Όχι. Διαβάζουμε δυνατά και αν χρειαστεί χρησιμοποιούμε τελεία κι άλλα σημεία στίξης. Το κόμμα μπαίνει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Δεν είναι μια ευκολία για να πάρουμε ανάσα. Ναι, Ισχύει, σταματάμε λίγο την ανάγνωση μας όταν το συναντούμε. Το βασικό είναι ότι χρησιμεύει για να δείξει μια λογική διάκριση ανάμεσα σε αυτά που λέγονται ή για να δημιουργήσουμε προσδοκία στον αναγνώστη. Επίσης, είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν παρανοήσεις στο νόημα και να διευκολύνεται η ανάγνωση. Οι κανόνες δεν είναι απόλυτοι. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές:

Χρησιμεύει για να χωρίζουμε κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις, δηλαδή το κύριο νόημα από τις λεπτομέρειες. Οι δευτερεύουσες προτάσεις που χωρίζονται με κόμμα είναι αυτές που ξεκινούν με το «χωρίς να», οι αιτιολογικές, οι τελικές (όταν εισάγονται με το «για να»), οι αποτελεσματικές, οι υποθετικές, οι εναντιωματικές, οι πλάγιες ερωτηματικές και οι χρονικές όταν είναι μεγάλες ή όταν προηγούνται. Π.χ. Πρέπει να φύγουμε, γιατί θα αρχίσει να βρέχει.

Ακόμα, όταν έχουμε δύο αντίθετες προτάσεις στην ίδια περίοδο. Π.χ. Ήθελε να έρθει και η Μαρία, αλλά της έτυχε κάτι απρόοπτο.

Χρησιμεύει στο χωρισμό όμοιων όρων που παρατίθενται με ασύνδετο σχήμα. Π.χ. Ο δρόμος ήταν βρώμικος, γκρίζος, γεμάτος λάσπη.

Βάζουμε κόμμα πριν ή μετά την προσφώνηση. Π.χ. Νίκο, έλα λίγο.

Επίσης, στην παράθεση και την επεξήγηση. Π.χ. Η Μαρία, η κόρη του κυρ Ηλία, έφυγε.

Μετά από ένα επιβεβαιωτικό ή αρνητικό μόριο (ναι, όχι) στην αρχή περιόδου. Π.χ. Όχι, μη φύγεις.

Στα πιο δύσκολα τώρα!

Μέχρι εδώ, λίγο πολύ οι περισσότεροι έχουμε μια ιδέα.

Όταν έχουμε μια σειρά επιθέτων που προσδιορίζουν ένα ουσιαστικό το κόμμα μπαίνει πριν το τελευταίο επίθετο, αλλά μόνο αν προσδιορίζει με τον ίδιο τρόπο. Π.χ. Η ήρεμη, γαλήνια λίμνη. Αν το τελευταίο επίθετο με το ουσιαστικό είναι μια έννοια που την προσδιορίζουν τα προηγούμενα επίθετα, δεν βάζουμε κόμμα. Π.χ. Ήπιε παγωμένο καθαρό νερό. (Το καθαρό νερό ήταν παγωμένο.)

Εκεί που το πράγμα δυσκολεύει ακόμα περισσότερο είναι με τις αναφορικές προτάσεις. Λοιπόν, εδώ, ανάλογα με το αν βάλουμε ή όχι κόμμα, μπορεί να έχουμε αλλαγή του νοήματος της πρότασης.

Άλλο να πει κανείς π.χ. Έσκισαν τα βιβλία που δεν τους άρεσαν. Και άλλο να πει: Έσκισαν τα βιβλία, που δεν τους άρεσαν.  

Στην πρώτη περίπτωση η αναφορική πρόταση (που δεν τους άρεσαν) προσδιορίζει άμεσα το υποκείμενο. Δηλαδή, έσκισαν όσα βιβλία δεν τους άρεσαν.

Στη δεύτερη περίπτωση ακόμα κι αν παραλείψουμε την αναφορική πρόταση, το νόημα μένει το ίδιο. Δηλαδή, έσκισαν τα βιβλία (αφού δεν τους αρέσουν τα βιβλία).

Κόμμα βάζουμε, επίσης, στο διάλογο, όταν έχουμε εισαγωγικά και… συγκεκριμένα τα έχουμε ξαναπεί αυτά, εδώ.

Τέλος, όπως έχουμε δει και παραπάνω, δεν βάζουμε κόμμα μετά από ερωτηματικό ή θαυμαστικό.

Άνω και κάτω τελεία (:)

Θέλεις να γράψεις ένα ρητό; Μια ατάκα που έλεγε η γιαγιά του ήρωά σου και αυτός το θυμάται και το επαναλαμβάνει; Ή τέλος πάντων συνειδητοποιεί την ερμηνεία μιας παροιμίας; Η διπλή τελεία είναι το σημείο στίξης που χρειάζεσαι:

Μην ξεχάσεις μόνο: Μετά τη διπλή τελεία ξεκινάμε πάντα με κεφαλαίο.

Παύλα (-)

Επειδή μιλάμε για μυθοπλασία, πώς είναι δυνατόν να μη χρησιμοποιήσουμε την παύλα. Η πιο κοινή χρήση της σχετίζεται με την αλλαγή του συνομιλητή σε έναν διάλογο, όταν δεν βάζουμε εισαγωγικά. Ακόμη, μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε, για να δείξουμε απότομη διακοπή αυτού που μιλάει.

Π.χ. – Άσε με να σου εξηγή-

– Πάψε, επιτέλους!

Ακόμα, τη χρησιμοποιούμε για να δείξουμε είτε μεγάλη αντίθεση με τα προηγούμενα, είτε απότομη αλλαγή στην ίδια φράση.

Π.χ. Ο Πέτρος ξεκίνησε – μα δε θα φτάσει ποτέ!

 Κοιτούσε τον κόσμο να περπατά – ο Γιάννης συνέχιζε να της μιλάει.

Παρένθεση και διπλή παύλα [()] (–)

Έχουν λίγο πολύ παρόμοια χρήση. Συνήθως, ό,τι είναι ανάμεσα σε αυτές έχουν λιγότερο ενδιαφέρον.

Η παρένθεση μπορεί να περιλαμβάνει μία λέξη, φράση ή πρόταση που επεξηγεί τα προηγούμενα, ή που μπορεί να παραληφθεί. Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για λέξη ή φράση που δε σχετίζεται άμεσα με το νόημα τη διατύπωση όσων είναι εκτός της παρένθεσης.

Οι παρενθέσεις μπορούν να περιέχουν ολόκληρες προτάσεις, όπου ακολουθείται η κανονική στίξη, είτε βρίσκονται στο ενδιάμεσο μιας πρότασης, είτε όχι. (Κάπως έτσι, δηλαδή.)

Όταν όμως η παρένθεση βρίσκεται στο ενδιάμεσο μιας πρότασης, το πρώτο γράμμα είναι πάντα πεζό, εκτός κι αν πρόκειται για κύριο όνομα/ ουσιαστικό. Επίσης, βάζουμε κόμμα μετά την παρένθεση. Όχι πριν.

Από την άλλη, η διπλή παύλα χρησιμοποιείται για να δηλώσει σχολιασμό. Η λέξη ή φράση μέσα σε αυτή απομονώνεται από την υπόλοιπη περίοδο, αλλά δεν είναι τόσο δευτερεύουσα πληροφορία.

Π.χ. Ο δάσκαλός μου –καλή του ώρα- ήταν πολύ ήρεμος άνθρωπος.

Εισαγωγικά («»)

Η πιο κοινή τους χρήση είναι για να δείξει διάλογο, ομιλία του ήρωα μέσα στο κείμενο, όταν δεν βάζουμε παύλα. Για τη στίξη γύρω από τα εισαγωγικά, όταν έχουμε διάλογο, τα έχουμε πει εδώ, δεν τα ξαναλέμε!

Βάζουμε εισαγωγικά όταν μια λέξη ή φράση που χρησιμοποιούμε παίρνει ένα ιδιαίτερο νόημα στο λόγο, όπως ειρωνεία. Π.χ. Η «κυρία» Νίκη τίποτα δεν ξέρει!

Αν παραπάνω πρόταση βρσκόταν σε εισαγωγικά, θα γραφόταν ως εξής: «Η ‘’κυρία’’ Νίκη τίποτα δεν ξέρει!».

Ακόμα, καλό είναι όταν γίνεται αναφορά σε ένα υπάρχον έργο (ταινία, τραγούδι, βιβλίο) ο τίτλος να γράφεται μέσα σε εισαγωγικά. Αν και πάντα υπάρχει η εναλλακτική της πλάγιας γραφής.

Θαυμαστικό (!)

Το θαυμαστικό δείχνει συναίσθημα. Μπορεί να μπει μετά από ένα επιφώνημα ή μια λέξη που δηλώνει πόνο, έκπληξη, θαυμασμό, φόβο, χαρά κτλ.

Αν έχουμε επιφωνηματική πρόταση που αρχίζει από επιφώνημα, βάζουμε ένα μόνο θαυμαστικό, στο τέλος της πρότασης. Π.χ. Αχ, τι ωραία που είναι εδώ.

Αν θέλουμε να δείξουμε ειρωνεία, ή κάτι ανόητο ή απίστευτο που αναφέρεται σε μία λέξη της πρότασης το βάζουμε μέσα σε παρένθεση. Π.χ. Ο Γιώργος είναι σπουδαίος (!) κωπηλάτης.

Η λέξη μετά το θαυμαστικό γράφεται με κεφαλαίο, εκτός κι αν η συνέχεια συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα. Π.χ. «Θα μας σκοτώσεις!» άρχισε να φωνάζει στο αυτοκίνητο.

Λοιπόν, μετά από θαυμαστικό δεν μπαίνει κόμμα (εκτός κι αν είναι εντός και εκτός εισαγωγικών… που τα γράψαμε αυτά; Σωστά… εδώ).

Όταν έχουμε αποσιωπητικά, μπαίνουν μετά το θαυμαστικό. Π.χ. Είναι λογική τέτοια συμπεριφορά!…

Ερωτηματικό (;)

Το βάζουμε στο τέλος κάθε ευθείας ερώτησης. Αν θέλουμε να δηλώσουμε ειρωνεία ή αμφισβήτηση/ αμφιβολία που αναφέρεται σε μία λέξη της πρότασης, το βάζουμε μέσα σε παρένθεση. Π.χ. Ο Γιώργος είναι σπουδαίος (;) κωπηλάτης.

Όταν έχουμε μια σειρά ερωτήσεων, το ερωτηματικό μπαίνει στην τελευταία, όταν περιμένουμε την ίδια απάντηση. Π.χ. Θέλεις να αρρωστήσουμε, να μας πεθάνεις θέλεις;

Όταν οι ερωτήσεις απαιτούν διαφορετική απάντηση: Γιατί άργησες; με ποιον ήσουν; που ήσουν; (σημείωση: όταν έχουμε τόσο μικρές ερωτήσεις, δεν είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε καθεμιά με κεφαλαίο.)

Επίσης, όταν έχουμε διμερείς ερωτήσεις βάζουμε ερωτηματικό στο πρώτο μέρος και τελεία στο δεύτερο. Π.χ. Αυτό το λες κίτρινο; ή χρυσό.

Όπως και με το θαυμαστικό, η λέξη μετά το ερωτηματικό γράφεται με κεφαλαίο, εκτός κι αν η συνέχεια συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα. Π.χ. «Θες να μας σκοτώσεις;» άρχισε να φωνάζει στο αυτοκίνητο.

Λοιπόν, μετά από ερωτηματικό δεν μπαίνει κόμμα (εκτός κι αν είναι εντός και εκτός εισαγωγικών… μπες πάλι εδώ).

Όταν έχουμε αποσιωπητικά, μπαίνουν μετά το ερωτηματικό. Π.χ. Είναι λογική τέτοια συμπεριφορά;…

Αποσιωπητικά (…)

Τα αποσιωπητικά τα χρησιμοποιούμε όταν δεν τελειώνουμε τη φράση. Ακόμα, μπορεί να δηλώσουν φόβο, ντροπή, αμηχανία, ειρωνεία, απειλή κτλ. Π.χ. Μην ξανάρθεις εδώ, γιατί…

Στις περιπτώσεις που αναφέραμε προηγουμένως, όπου μπορούμε να βάλουμε αποσιωπητικά μετά από θαυμαστικό ή ερωτηματικό, δείχνουμε ότι σταματά η ομιλία.

Τέλος, μπορεί να δείξουμε δισταγμό στην ομιλία, ώστε να δοθεί έμφαση σε αυτά που θα ακολουθήσουν.

*Τα αποσιωπητικά είναι τρεις τελείες (…). Όχι, δύο, όχι τέσσερις, όχι δώδεκα. ΤΡΕΙΣ.

Ενωτικό (-)

Είναι απαραίτητο όταν χρησιμοποιούνται δύο παράλληλες λέξεις, π.χ. μέρα-νύχτα.

Το βάζουμε μπροστά από τις προταχτικές λέξεις (αγια-, αϊ-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, χατζη-), όταν μπαίνουν μπροστά από κύριο όνομα και δεν παίρνουν τόνο. Π.χ. παπα- Γιώργης.

*δε βάζουμε ενωτικό στα: κυρ, πάτερ και καπετάν

Στα ονόματα βάζουμε, μόνο όταν τα χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα, π.χ. Άννα-Μαρία. Και όταν έχουμε δύο επώνυμα.

Επίσης, όταν χρησιμοποιούμε μια φράση ως λέξη, π.χ. Αυτό το σε-θέλω-δε-σε-θέλω με έχει κουράσει.

Υποδιαστολή (,)

Παίρνει μόνο μία λέξη, η οποία μπορεί να σημαίνει τρία πράγματα. Εμάς μας νοιάζουν τα δύο:

ό,τι (=οτιδήποτε) και ό,τι (=μόλις).

Π.χ. Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις. – Ό,τι έφυγε.

Απόστροφος (‘)

Βάζουμε όταν έχουμε έκθλιψη (γι’ αυτό), αφαίρεση (του ‘ρθε) και αποκοπή (απ’ το ).

στίξης, στίξης, στίξης, στίξης

Άφησε σχόλιο

Απάντηση

Ιστορικό

Επιλέξτε Κατηγορία

error: Content is protected !!
Αρέσει σε %d bloggers: