«Πολύ ωραίο το μαγαζί εδώ, ε; Και το φαγητό πολύ νόστιμο. Και το σέρβις… Πραγματικά, μπράβο τους. Ε, Θοδωρή, δε συμφωνείς;» μια τέλεια μέρα
«Μμμ.»
Κάθονται αντίκρυ. Μπροστά τους άδεια πιάτα. Έχει σχεδιάσει την τέλεια μέρα. Το πρωί στη θάλασσα, ύστερα φαγητό στο παραλιακό ταβερνάκι. Τους μένει το απόγευμα να επισκεφτούν το γνωστό ορεινό χωριό και το βράδυ να πιουν ένα ποτό στη Χώρα. Σηκώνεται από την καρέκλα της.
«Έχει ψυγείο με παγωτά. Πάω να δω…»
«Πάρε μου κι εμένα,» τη διακόπτει μια κοριτσίστικη δωδεκάχρονη φωνή. Κάθεται ανάμεσα τους.
«Παγωτό; Μα, είπες ότι το βράδυ θα φας κρέπα. Πρέπει να αποφασίσεις τι θα …» Κάθεται ξανά στη θέση της. Δεν πρέπει να επιβάλλει τίποτα στο παιδί. Πρέπει να συζητά μαζί της.
«Εντάξει, εντάξει. Το βράδυ κρέπα,» τη διακόπτει η κόρη της, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι να την κοιτάξει.
«Το λέω, γιατί δεν είναι καλό να τρως τόσα γλυκά. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Είναι και παχυντικά… Ε, Θοδωρή;»
«Μμμ;» μια τέλεια μέρα
«Λέω να μη φάει τώρα παγωτό και το βράδυ κρέπα. Ένα από τα δύο. Τι λες κι εσύ;»
«Μμμ…» σηκώνει το κεφάλι φευγαλέα και γνέφει θετικά.
«Άκουσες; Κι ο μπαμπάς συμφωνεί.»
Σιωπή. Σαν η κόρη της να μην άκουσε τίποτα άλλο, από τη στιγμή που δεν θα έπαιρνε αυτό που ήθελε. Σαν ο άντρας της να μην είχε φωνή, παρά μόνο για να συμφωνεί τάχα μαζί της.
«Συγγνώμη…» σταματάει το σερβιτόρο που περνάει από δίπλα της με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Ήθελα να σας πω συγχαρητήρια. Το φαγητό πεντανόστιμο. Και εσείς είστε πολύ εξυπηρετικοί, όλοι σας. Έχει άλλη ποιότητα το μαγαζί σας.»
«Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε.» Φεύγει βιαστικά. Δεν έχει χρόνο να της μιλήσει. Δεν τον νοιάζει η ανάγκη της. Έχει άλλη δουλειά. Ένα λεωφορείο μόλις ξέρασε τουρίστες. Πρέπει να τους βάλει σε τραπέζια, να τους φέρει καταλόγους, νερό, να πάρει παραγγελίες….
«Λοιπόν,» γυρνάει ξανά στον άντρα της, «Το απόγευμα τι ώρα θα φύγουμε; Εγώ λέω να μη φύγουμε στις έξι. Δεν θα προλάβουμε. Να φύγουμε κατά τις πέντε, να είμαστε εκεί κατά τις πεντέμιση… Μην ξεχάσουμε να πάρουμε κι ένα μπουκάλι νερό, γιατί θα διψάσουμε. Θα κάνει ζέστη ακόμα εκείνη την ώρα.»
Καμία απάντηση.
«Πάντως έρχεται πολύς κόσμος εδώ. Και άκου πόση φασαρία έχει. Βέβαια, εμείς οι Έλληνες κάνουμε τον πιο πολύ θόρυβο. Άλλοι λαοί σε εστιατόρια δεν ακούγονται καν, αλλά εδώ… Άκου, άκου…»
Καταλαβαίνει ότι μονολογεί. Ότι κανείς δεν την ακούει. Ακουμπά τα χέρια στο τραπέζι, το κεφάλι στα χέρια και κλείνει τα μάτια. Για μια στιγμή. Μια βαθιά ανάσα, να πάρει δυνάμεις. Αν εξαφανιστεί τούτη τη στιγμή, πόση ώρα θα τους πάρει να το καταλάβουν; Να αναρωτηθούν γιατί δεν την ακούν, γιατί δε μιλάει;
Σηκώνει ξανά το κεφάλι. Κοιτάζει ένα γύρω. Έχει τόσα πράγματα να δει κανείς, να θαυμάσει ή ακόμα και να σχολιάσει. Στα δεξιά της, πίσω από την κόρη της, η θάλασσα. Μπροστά της, πίσω από τον Θοδωρή, οι βράχοι. Από την άλλη, στα διπλανά τραπέζια… ζευγάρια να κοιτάζονται στα μάτια, να κρατιούνται αγκαλιά, παρέες να ξεσπούν σε γέλια… Προσπαθεί να απομονώσει τον ήχο του κάθε τραπεζιού. Δυο τραπέζια μπροστά της μια παρέα από πέντε άτομα. Ένας μιλάει και όλοι τον κοιτούν. Σιωπούν από ενδιαφέρον. Άλλη σιωπή αυτή. Τη ζηλεύει. Πίσω της κάποιοι ξεσπούν σε γέλια. Τινάζεται. Κι ύστερα τα δυο κορίτσια δίπλα τους. Μιλούν χαμηλόφωνα, κοιτούν το κινητό για δευτερόλεπτα και πάλι αφοσιώνονται η μία στην άλλη. Απολαμβάνουν η μία την παρέα της άλλης.
Επιστρέφει στο δικό της τραπέζι. Έχει έναν ξεχωριστό ήχο. Μία χαρακτηριστική φωνή. Τη δική της… και δυο σιωπές. Άλλες σιωπές. Δεν την κοιτούν. Δεν την ακούν. Δεν υπάρχει. Κοιτάει από ψηλά την τσάντα που κρέμεται στην καρέκλα της. Έχει το κινητό της μέσα. Είχε αρνηθεί να το ακουμπήσει δίπλα στο πιάτο της. Άλλωστε αυτό δεν έκανε κάθε μέρα; Άραγε στις διακοπές τους οι άνθρωποι κάνουν κάτι διαφορετικό από ότι τον υπόλοιπο χρόνο ή μήπως αυτό είναι μια ακόμα διαφήμιση; Μπαίνει στον πειρασμό να το βγάλει. Κι εκείνη έχει φίλες -άγνωστες, διαδικτυακές- για να ασχοληθεί μαζί τους· πού είναι διακοπές, τι έφαγαν για μεσημέρι, πότε θα πάρουν άδεια.
Αντιστέκεται.
Φοβάται μήπως σιγά σιγά ξεχάσει κι εκείνη να αρθρώνει λέξεις, να συντάσσει προτάσεις, να εκφράζει ανησυχίες. Μήπως αρχίσει να επικοινωνεί κι εκείνη με άναρθρους ήχους. Μήπως χαθεί στη λήθη μιας οθόνης πέντε ιντσών.
Σηκώνεται να πάρει παγωτό. Παίρνει και για την κόρη της. Ας φάει και το βράδυ κρέπα. Γυρνάει στο τραπέζι.
«Ά…» Η μικρή ακουμπά το κινητό στο τραπέζι για να ανοίξει τη συσκευασία. Κι ύστερα ξανά στο χέρι. Το βλέμμα της καρφωμένο στην οθόνη.
Κοιτάει τον άντρα της. Το βλέμμα του καρφωμένο στην οθόνη.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Το βραδάκι μου είπαν θα σηκώσει αεράκι. Να πάρουμε ζακέτες μαζί…»
Θα συνέχιζε να μιλάει. Ίσως με λίγη επιμονή να έπειθε και κάποιον άλλο να ακολουθήσει το παράδειγμά της.
μια τέλεια μέρα
*Το διήγημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 2021 από τις εκδόσεις Κέφαλος. Μπορείτε να το προμηθευτείτε εδώ: https://www.ekdoseiskefalos.gr