Το τέλος του κόσμου

Οι περισσότεροι έριχναν μια ματιά και έστρεφαν το βλέμμα. Ο άντρας, όμως, που ήταν τώρα απέναντί της επέμενε να κοιτάζει. Φαίνονταν μόνο οι δύο, αλλά μπήκε στον πειρασμό να του τις δείξει όλες. Και τις εφτά -παράταιρα λευκές στο ημίφως- γραμμές, που είχε κάποτε χαράξει κάθετα στη φλέβα του αριστερού της χεριού. Το τέλος του κόσμου.

«Ήμουν μικρή κι ανόητη,» του είπε τελικά με ένα μισό χαμόγελο και κατέβασε το μανίκι της.

«Πες μου,» σχεδόν ψιθύρισε εκείνος.

Το μαγαζί είχε αρχίσει να γεμίζει, η μουσική να δυναμώνει.

«Έχουν περάσει χρόνια… Δεν νομίζω ότι έχει νόημα να το συζητήσουμε…» «Γιατί όχι; Θέλω να σε γνωρίσω. Ίσως να έχεις μια παράξενη φιλοσοφία για τη ζωή.»

«Ο καθένας έχει τη δική του.»

Τα δυο μπουκάλια μπύρας που τους χώριζαν σε λίγο θα άδειαζαν. Εκείνος είχε προτείνει το μέρος. Ήταν κοντά στο σπίτι του.

«Γιατί δε θέλεις να μου πεις κάτι για το παρελθόν σου;»

Τον περιεργάστηκε για μια στιγμή.

«Δεν το έχεις ξανακάνει αυτό, έτσι;»

«Θέλω να έρχομαι κοντά με τους ανθρώπους που γνωρίζω. Μετράω τις εμπειρίες μου αλλιώς.»

Δεν του απάντησε. Το μόνο που ήθελε εκείνη ήταν να σπάσει ο πάγος, πριν τον ακολουθήσει στο σπίτι του. Ήξεραν ακριβώς όσα έπρεπε να ξέρουν ο ένας για τον άλλον.

«Μου αρέσει αυτό το τραγούδι,» του χαμογέλασε. Απ’ το ηχείο ακουγόταν μια ρυθμική μπαλάντα.

«Δεν το έχω ξανακούσει.»

«Μιλάει για… Κάτι μου λέει ότι δε σε νοιάζει, έτσι;». Τα δάχτυλά της χτυπούσαν το τραπέζι στο ρυθμό της μουσικής.

«Τι σε έκανε να πιστέψεις ότι ήρθε το τέλος του κόσμου; Τι ήταν τόσο φοβερό; Αυτό μόνο θέλω να μάθω. Άλλωστε, όταν κάτι έχει πια περάσει, το βλέπεις χωρίς συγκινήσεις. Γίνεται πραγματικότητα. Μπορείς να το κρίνεις. Να σε κρίνεις.»

«Κοίτα, πιστεύω πως ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας είτε μας αλλάζει, είτε είναι αδιάφορο. Συνήθως, αυτά που μας αλλάζουν δεν θέλουμε να τα συζητάμε. Δεν έχουμε το κουράγιο. Έτσι τα αναγνωρίζουμε. Το να κάθομαι να αναλώνομαι σε αναμνήσεις δε μου ταιριάζει καθόλου.»

«Πω πω… Δεν είσαι καθόλου ρομαντική.»

«Είμαι, πολύ. Αλλά δεν βλέπω το ρομαντισμό σε μια τέτοια συζήτηση…»

«Εννοώ ρομαντική με την ευρεία έννοια,» μειδίασε. Δύσκολο να καταλάβει κανείς τις έννοιες, όπως τις εννοούσε εκείνος. «Ρομαντισμός, όπως…»

«Το καλλιτεχνικό ρεύμα; Λίγο παλιό δε νομίζεις; Και άλλωστε είναι κουραστικό να ψάχνεις να βρίσκεις χαρακτηρισμούς για κάθε τραγωδία της ζωής σου, μόνο και μόνο για να την αντέξεις. Το αίμα που έχει χυθεί δεν είναι ρομαντικό, ούτε ηρωικό, ούτε δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Είναι απλά αίμα.» Έφερε το μπουκάλι στο στόμα της. Λίγο σηκωμένο το φρύδι, λίγο σπασμένη η άκρη των χειλιών της… «Έρχεσαι συχνά σε αυτό το μαγαζί;»

Πες μου.» Επέμεινε. «Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα.» Το μειλίχιο χαμόγελό του, εκείνο που χρησιμοποιούσε τις νύχτες, δεν ξεκολλούσε από τα χείλη του.

«Μη φοβάσαι,» κάγχασε εκείνη, «δεν κινδυνεύεις.»

«Άλλο εννοώ και το ξέρεις…»

Αναγνώρισε εκείνο το βλέμμα. Το είχαν κι άλλοι πριν από αυτόν, λίγες στιγμές πριν τους διαγράψει από τη ζωή της. Ένα βλέμμα υπεροψίας και οίκτου, σιγουριάς και υποτίμησης. Ήπιε ακόμα μια γουλιά. Τα χέρια της κούρνιασαν στα πόδια της.

«Αν ήθελα να συζητήσω αυτό, θα προτιμούσα να το κάνω με τον ψυχολόγο μου ή με ένα φίλο μου… Δεν είσαι τίποτα από τα δύο.»

«Κάποιες φορές λέμε περισσότερα σε αγνώστους.»

«Επιμένεις…»

Εκείνος γέλασε. Εκείνη όχι.

«Τι πιστεύεις για τις σχέσεις των ανθρώπων;» τη ρώτησε.

«Πιστεύω ότι οι περισσότεροι ενδιαφέρονται για τη βολή τους. Πώς θα περάσουν καλά το βράδυ…»

«Κρίνεις εξ ιδίων;»

«Με άκουσες να λέω ότι είμαι διαφορετική; Ίσα ίσα. Πιστεύω ότι είμαι πολύ συνηθισμένη.»

«Αρχικά δεν είπα… Σε έχει πληγώσει πολύ ο κόσμος…»

«Μπα, δεν το επιτρέπω.»

«Δεν σε πιστεύω.»

«Δεν πειράζει.»

«Σου έχει συμβεί πολλές φορές;»

«Να μη με πιστεύουν;»

«Να σε πληγώσουν.»

Τα χείλη της αντιστέκονταν λίγο παραπάνω, αλλά εν τέλει χαμογέλασε ξανά. Κοίταξε ένα γύρο το χώρο. Έφτανε η ώρα που συνήθως έφευγε από τα μαγαζιά. Όταν οι θαμώνες πλέον δε χωρούσαν στα τραπεζοκαθίσματα και στέκονταν όρθιοι με τα ποτά στο χέρι, να λικνίζονται βαρύθυμα στο ρυθμό του εκάστοτε κομματιού, προσποιούμενοι ότι ακόμα συζητούν.

«Έλα τώρα. Είναι κακό να ενδιαφέρεται κανείς; Ξέρεις… πολλές φορές δεν ξέρουμε τι χρειαζόμαστε, μέχρι που αυτό έρχεται σε εμάς.»

«Έχεις δίκιο. Αν το κάνει κάποιος από πραγματικό ενδιαφέρον, φυσικά και δεν είναι κακό.»

«Πως ξέρεις αν ο άλλος ενδιαφέρεται πραγματικά;»

«Δεν επιμένει. Περιμένει.»

«Και όσοι επιμένουν;»

«Είναι περίεργοι ή έχουν δικά τους άλυτα ζητήματα.»

«Σκληρό…»

«Καθόλου. Οι περισσότεροι δεν θέλουν να ακούσουν τι σκέφτεσαι ή τι θέλεις πραγματικά. Θέλουν μόνο την απάντηση που έχεις να δώσεις σε ζητήματα που απασχολούν τους ίδιους. Και ακόμα καλύτερα, να σε ακούσουν να αρθρώνεις τις δικές τους σκέψεις. Γιατί μόνο αυτό αντέχουν.»

«Από ποια ταινία το έχεις πάρει; Τέλος πάντων. Πρέπει να εμπιστεύεσαι λίγο παραπάνω τους ανθρώπους. Δεν θέλουν όλοι κάτι από εσένα.»

«Κι όμως… Να, τώρα για παράδειγμα, εγώ θα προτιμούσα να μιλήσουμε για αυτό το μαγαζί, να ακούσω δυο αστείες ιστορίες, να σου πω και εγώ άλλες δυο… κάτι τέτοιο. Κι ύστερα θα ερχόμουν στο σπίτι σου. Το ξέραμε και οι δυο. Δεν έχω καμιά διάθεση να αναλύσω τις σχέσεις των ανθρώπων. Έχω βγάλει τα δικά μου συμπεράσματα. Εσύ μάλλον όχι. Ψάχνεις απαντήσεις. Και αν κρίνω από την αντίδρασή σου, δεν αντέχεις τις δικές μου. Ου πέφτουν «σκληρές».»

«Καμία σχέση… Έχεις πολλές άμυνες.» Και έμεινε να κοιτάει τα χέρια του. «Απλά ήθελα να γνωριστούμε λίγο παραπάνω, πριν…»

«Οκ τότε… Ίσως είναι κάτι άλλο. Ίσως η αξία που δίνεις στον εαυτό σου εξαρτάται από το εάν θα με σώσεις ή όχι.»

Ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα.

«Ίσως απλά να με ενδιαφέρεις λίγο παραπάνω απ’ όσο νομίζεις.»

«Μπα… Αμφιβάλλω.» Συνέχιζε να του χαμογελά -ίσως όχι πια με τόση ειλικρίνεια. Τον κοιτούσε με το βλέμμα εκείνο που της προκαλούσε απέχθεια, όταν το έβλεπε στους άλλους. Υπεροψία και οίκτος, για όσα εκείνη ήξερε και εκείνος ήταν πολύ ανώριμος για να καταλάβει. Σιγουριά και υποτίμηση, για όσα εκείνη την έκαναν διαφορετική και εκείνον έναν από το σωρό. Ήπιε ακόμα μια γουλιά από το μπουκάλι. Την τελευταία.

«Το τέλος του κόσμου… Πόσο ποιητικό! Μήπως το συνάντησες κάποια στιγμή κι εσύ, αλλά ήσουν τόσο γενναίος, που του γύρισες την πλάτη και συνέχισες. Μόνο που ακόμα τρέμεις όταν σκέφτεσαι την τρέλα και την απόγνωση που νομίζεις πως κάποια στιγμή ένιωσες. Πιστεύεις ότι αν σου πω γιατί ή πώς το έκανα, θα νιώσεις καλύτερα;

Έβγαλε το πορτοφόλι του.

«Το τέλος του κόσμου…» μονολόγησε χαμογελώντας. «Το τέλος του κόσμου δεν ήταν ό,τι με οδήγησε σε μια ηλίθια πράξη. Ούτε η ίδια η πράξη. Δεν ήταν απόλυτη σιωπή και ένας καταιγισμός συναισθημάτων. Ούτε καν το αντίθετο, μια καθηλωτική απάθεια. Ξέρεις τι ήταν; Οι φωνές. Η μία μετά την άλλη, από τη στιγμή που έσπασαν την πόρτα. Οι φωνές του αδελφού μου, που έψαχνε να κρυφτεί, της μάνας μου που αιμορραγούσε και του πατέρα μου που βρώμαγε κρασί: “Τι έκανες εκεί;”, “Χριστέ μου”, “Πάρε ένα ασθενοφόρο”… Κι αν δεν ήταν για αυτές τις κραυγές, για να ακουστούν επιτέλους, ποιο το νόημα να κάνεις το οτιδήποτε;»

Δεν της απάντησε. Είχε μάθει όσα της ζητούσε. Ίσως και λίγα περισσότερα. Δεν θα την ξανάβλεπε. Αυτό ήταν ξεκάθαρο, έτσι όπως σηκώθηκε κι έφυγε από το μαγαζί με το κεφάλι ψηλά, παρατώντας τον πίσω να τη θαυμάσει. Δεν τον πείραξε. Όχι πολύ. Ίσως την επόμενη φορά, αν του δινόταν μια τέτοια ευκαιρία, να σήκωνε τα μανίκια του λίγο νωρίτερα. 

Δεύτερη θέση στην κατηγορία “διήγημα” του ετήσιου διαγωνισμού “tellurstory 2020”.

Το εξώφυλλο είναι έργο της Sol Despin με τίτλο “Struggles of life”. Έργα της εδώ: lila9.deviantart.com

Άφησε σχόλιο

Απάντηση

Ιστορικό

Επιλέξτε Κατηγορία

Loading
error: Content is protected !!
Αρέσει σε %d bloggers: