Το πορτρέτο

Αν κάποιος παρατηρούσε το πορτρέτο του αείμνηστου επιχειρηματία Πέτρου Αργυράκου θα διέκρινε μια έκφραση αποδοκιμασίας. Όσοι τον ήξεραν θα έλεγαν ότι αυτό ήταν το ύφος που τον χαρακτήριζε και ότι σε καμία περίπτωση δε σχετιζόταν με τις επιλογές αυτής της κοπέλας, που την είχαν οδηγήσει βήμα βήμα στην παρούσα κατάσταση. Σε αυτό το αποστειρωμένο περιβάλλον, όπου όποιος το επισκεπτόταν το έκανε για να σιγουρευτεί πως βρισκόταν λίγο πιο κοντά στο θάνατο από την προηγούμενη.

Την πρώτη φορά που την είδε, εκείνη βρισκόταν σε ένα από τα ιατρεία του πρώτου ορόφου. Κατάχλομη προσπαθούσε να καταλάβει αυτά που της έλεγε ένας από τους απατεωνίσκους υπαλλήλους της γυναίκας του με την ιδιότητα του γιατρού. Την παρατήρησε καθώς έφευγε από εκεί μέσα με δάκρυα στα μάτια και θαύμασε το θάρρος της να αρνηθεί κάποια θεραπεία που θα την καθήλωνε σε ένα δωμάτιο όμοιο με αυτό που βρίσκεται τώρα.

Δεν πέρασε πολύς καιρός για να επισκεφτεί το σπίτι του. Ή καλύτερα το σπίτι της χήρας του. Το πορτρέτο του δέσποζε στο καθιστικό του αρχοντικού, πλαισιωμένο από μια περίτεχνα απλή κορνίζα. Λάδι σε καμβά, από γνωστό Γερμανό ζωγράφο, δημιουργημένο λίγα χρόνια πριν το θάνατό του. Γι’ αυτό και τα μαλλιά του ήταν ήδη γκρίζα και τα βυθισμένα μάγουλά του έκαναν τις ρυτίδες του να φαίνονται ακόμα πιο έντονες. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που η κοπέλα ανταπέδωσε το ενδιαφέρον. Πλησίασε το πορτρέτο και το περιεργάστηκε για λίγο. Κάπου είχε διαβάσει για μια τεχνική που χρησιμοποιούσαν κάποιοι καλλιτέχνες και έκαναν τα μάτια των προσώπων που αποτύπωναν να μοιάζουν με αληθινά. Σαν να έχουν δική τους ψυχή και να παρακολουθούν κάθε τι που εκτυλίσσεται μπροστά τους.

Η κοπέλα μετά από ένα μορφασμό πόνου έστρεψε το κεφάλι της αλλού και άρχισε να ασχολείται με την υπόλοιπη διακόσμηση: τα τραπεζάκια αντίκες, τα βαριά χαλιά, τα βάζα με λεπτομέρειες από φύλλα χρυσού… Κάθισε με προσοχή στο δερμάτινο σαλόνι και δίσταζε να φέρει στα χείλη της το σερβίτσιο από πορσελάνη που της είχαν σερβίρει το τσάι μέχρι να έρθει η χήρα. Αν μπορούσε να αλλάξει την έκφρασή του θα γελούσε με την αμηχανία της.

Μόλις ακούστηκαν ομιλίες η κοπέλα σηκώθηκε αμέσως. Έφτιαξε στα πρόχειρα τη ζώνη της και σουλούπωσε τα μαλλιά της στα τυφλά. Η χήρα θα έκανε την εμφάνισή της από στιγμή σε στιγμή. Μπορούσε να τη δει κλεφτά από την πόρτα να κατεβαίνει τη σκάλα με αυτό το ύφος που είχε από μικρή, αλλά με τα χρόνια είχε τελειοποιήσει. Ένα ύφος που έφεραν οι κυρίες της καλής κοινωνίας, μιμούμενες η μία την άλλη, σαν να τους ανήκε όλος ο κόσμος, αλλά παράλληλα τους χρωστούσε ακόμα περισσότερα απ’ όσα τους είχε δώσει.

Πέρασε το κατώφλι της πόρτας με ένα χαμόγελο που έδειχνε περισσότερο οίκτο, παρά συμπάθεια. Έπιασε την κοπέλα από τους ώμους και έκανε να την αγκαλιάσει, χωρίς να μπει στον κόπο να προσποιηθεί έστω τα σταυρωτά φιλιά στον αέρα που συνήθιζε. Μάλλον φοβήθηκε ότι μια απότομη κίνηση και θα χαλούσε τη μάσκα από τα φτιασίδια που έκρυβαν τις ουλές από τις πλαστικές που πλήρωνε για χρόνια ο συγχωρεμένος. Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και της ζήτησε να καθίσει.

“Αργυρώ μου, χίλια συγγνώμη που σε ανάγκασα να έρθεις μέχρι εδώ. Βλέπεις είμαι μεγάλη γυναίκα και έχω τόσες δουλειές που ανέλαβα απ’ όταν με άφησε ο μακαρίτης ο άντρας μου…” Το λογύδριο ήταν σύντομο και τόσες φορές προβαρισμένο, ώστε να ακούγεται αυθόρμητο. “Λοιπόν, σχετικά με το ταξίδι σου…”

Είχε αναλάβει την οργάνωση και τα έξοδα ενός ταξιδιού στη Βαρκελώνη. Ένας προορισμός που επιλέχθηκε από τη χήρα και ενθουσίασε -όσο ήταν δυνατόν- την κοπέλα. Αφού διαβεβαίωσε τη χήρα ότι ήταν αρκετά δυνατή σε κορμί και πνεύμα, η κοπέλα έμαθε ότι είχε δύο μέρες να ετοιμάσει τη βαλίτσα της. Τα εισιτήρια της επιστροφής είχαν ανοιχτή ημερομηνία και θα έμενε σε ένα από τα ξενοδοχεία του ομίλου.

“Λοιπόν, πέρα από τη Sagrada Famiglia και το Barrio Gotico, δεν πρέπει να παραλείψεις να φας στο Xiloca. Και να τους ζητήσεις το καλύτερο κρασί τους. Α, και ξέρεις, έχω μάθει ότι το Bobby’s Free έχει τα πιο καθαρά ποτά. Και όπως είπαμε. Τα έξοδα είναι όλα πληρωμένα.” της επεσήμανε με ένα χαμόγελο που άφηνε τα δόντια της να φανούν. Μόνο αφού στέρεψε από διασκεδαστικές πληροφορίες -ή θεώρησε ότι είχε αφιερώσει ήδη αρκετό χρόνο σε αυτές- άλλαξε την έκφραση στο πρόσωπό της. Έσκυψε να της ψιθυρίσει κάτι και την οδήγησε έξω από το σαλόνι.

Όλα ήταν κανονισμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Μέσα στο πρόγραμμά της ήταν κανονισμένο κι ένα ραντεβού με τον ανιψιό της χήρας. Η κοπέλα το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να πάει σε ένα άλλο ξενοδοχείο, όχι πολύ μακριά, να του δώσει μια μικρή βαλίτσα, ένα κειμήλιο για να εκτιμηθεί η αξία του. Ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο είχε καταλάβει εκείνη. Η κοπέλα, ίσως από φιλότιμο, από ευγνωμοσύνη, ίσως επειδή δεν το θεώρησε σπουδαίο, δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Μια μέρα μετά την άφιξή της, λοιπόν, προσπέρασε ένα πορτρέτο του επιχειρηματία, όμοιο με αυτό που είχε συναντήσει στο σπίτι της χήρας, που ήταν κρεμασμένο στη ρεσεψιόν και βγήκε από το ξενοδοχείο. Ήταν νωρίς το πρωί και ο καιρός προβλεπόταν καλός. Είχε ακόμα ώρα για το ραντεβού της, αλλά θέλησε να κάνει μια μικρή βόλτα πρώτα. Πέρασε την πόρτα και συνέχισε για λίγα μέτρα, ώσπου στάθηκε στα σκαλιά της κεντρικής πλατείας για να θαυμάσει ένα νεαρό πλανόδιο μουσικό. Ήταν γνωστός στα γύρω μαγαζιά και ξενοδοχεία, γιατί συνήθιζε να κάθεται στο ίδιο σημείο και να διασκεδάζει τους περαστικούς χωρίς να ζητά κάτι σε αντάλλαγμα.

Τελειώνοντας το τραγούδι του την κοίταξε. Εκείνη τον πλησίασε και αντάλλαξαν μερικές κουβέντες. Μάλλον ήταν φιλοφρονήσεις από τη μεριά της κοπέλας, γιατί ο νεαρός της χαμογελούσε και την ευχαριστούσε. Σιγά σιγά η έκφρασή του άλλαξε. Σοβάρεψε. Σηκώθηκε από τη θέση του και μετά από ένα διστακτικό βήμα η κοπέλα τον ακολούθησε.

Είχαν καθίσει στον πρώτο όροφο μιας καφετέριας με θέα σε ένα πάρκο, μακριά απ’ τον κόσμο. Η κοπέλα κοίταξε ένα γύρο στους τοίχους θαυμάζοντας τη διακόσμηση, ενώ ο νεαρός είχε ήδη αδειάσει τις τσέπες του πάνω στο τραπέζι.

«Νομίζω πως θα το μετάνιωνες αν μου έλεγες να συναντηθούμε κάποια άλλη φορά» αστειεύτηκε σε άπταιστα ελληνικά.

«Δεν έχω πολύ χρόνο ούτως ή άλλως» του απάντησε εκείνη, χωρίς να ξεχνά το ραντεβού της με τον ανιψιό της κυρίας Αργυράκου.

Μια αναταραχή ξέσπασε στον κάτω όροφο. Δυο γυναίκες λογομαχούσαν προσπαθώντας να δείξουν την υπεροχή τους η μία στην άλλη. Φυσικά υπήρχε και μία τρίτη η οποία επιχειρούσε να διατηρήσει τους τύπους καλής συμπεριφοράς θυμίζοντάς τους κάθε λίγο να κάνουν ησυχία.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του ορυμαγδού από το ισόγειο κοιτάζονταν σιωπηλοί. Όταν πια αυτός τελείωσε, ο νεαρός χαμογελώντας σχολίασε πως δεν είναι να έχει εμπιστοσύνη κανείς στις γυναίκες. Η κοπέλα συνοφρυώθηκε, αλλά δε μίλησε.

«Όπως η κυρία που σε έστειλε εδώ,» συνέχισε εκείνος. “Γιατί την εμπιστεύεσαι;»

Η κοπέλα πετάχτηκε να πιάσει τη βαλίτσα που είχε αφήσει δίπλα από το κάθισμά της. Εκείνος την κράτησε από το βραχίονα και συνέχισε σχεδόν ψιθυριστά «Δεν έχεις ιδέα σε τι έχεις μπλέξει. Νομίζεις ότι είσαι η μόνη που κυκλοφορεί με τέτοιες βαλίτσες και τις αφήνει στο ξενοδοχείο Κ.;».

«Κι εσύ τι ξέρεις γι’ αυτό;» τον ρώτησε «Που έχω μπλέξει;». Φαινόταν τρομαγμένη. Εκείνος δεν της απάντησε αμέσως. Κοίταξε πίσω του τον κόσμο που είχε αρχίσει να μαζεύεται σε κάποια τραπέζια. Της έσφιξε το χέρι και την πλησίασε. «Όχι εδώ» της είπε. Άφησε ένα δεκάευρο στο τραπέζι, μάζεψε στη χούφτα του ό,τι είχε αφήσει στο τραπέζι και τα έχωσε στην τσέπη του.

Βρέθηκαν σε μια άλλη καφετέρια, πίσω από δυο σειρές τραπεζάκια με τις διαφόρων χρωμάτων και σχεδίων καρέκλες τους. Την έβαλε να κάτσει απ’ τη μέσα μεριά, κρυμμένη πίσω από μια κολόνα, ενώ εκείνος διατηρούσε την οπτική επαφή με την είσοδο του μαγαζιού. Δεν έμπαινε φυσικό φως. Μάλλον ήταν από αυτά τα εναλλακτικά ημιυπόγεια καφέ στη δυτική πλευρά της πόλης.

«Εδώ είμαστε καλύτερα» μουρμούρισε κοιτάζοντας το χώρο. Όταν τελικά γύρισε προς το μέρος της ερεύνησε το πρόσωπό της. Κόμπιασε, μα τελικά συνέχισε «Σε δικό της ξενοδοχείο μένεις. Είναι δυνατόν να πηγαίναμε εκεί; Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβεις. Όλα όσα τους ανήκουν έχουν κάπου το πορτρέτο του άντρα της» και ξεχώρισε από το σωρό που είχε προλάβει να αραδιάσει για ακόμα μια φορά στο τραπέζι μια μικρή φωτογραφία. Ήταν το πορτρέτο του επιχειρηματία. Ίδιο με αυτό που δέσποζε στο σαλόνι της χήρας και που κοσμούσε τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που έμενε, αλλά και τους τοίχους των περισσότερων χώρων που είχε επισκεφτεί τους τελευταίους μήνες.

Η κοπέλα φαινόταν μπερδεμένη. Κράτησε στα χέρια της τη μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία και την κοίταξε.

«Πώς τη γνώρισες;» τη ρώτησε λίγες στιγμές αργότερα.

«Μέσα από μια ομάδα για… ετοιμοθάνατους.”

«Τι σου είπε για να σε πλησιάσει;»

«Μου τη σύστησαν. Μου είχαν πει ότι τα τελευταία χρόνια ασχολείται πολύ με ανθρώπους που έχουν προβλήματα σαν το δικό μου. Αφού είπαμε δυο πράγματα για μένα, για την αρρώστια… και για το χρόνο που έχω… μου είπε ότι θα με βοηθήσει να πραγματοποιήσω τις τελευταίες μου επιθυμίες.» του απάντησε. Εκείνος δε φαινόταν να είχε ακούσει αυτό που μόλις του είχε πει. Κοίταξε την είσοδο και ένα ζευγάρι ξεχασμένων χίπιδων που μόλις είχε μπει. Ξαναγύρισε σε αυτήν και αφού την περιεργάστηκε για λίγες στιγμές τη ρώτησε πως αρρώστησε.

«Δεν ξέρω», του απάντησε προσπαθώντας να κρύψει την ικανοποίησή της για το ενδιαφέρον και αφήνοντας τον εκνευρισμό της να φανεί τόσο στη φωνή όσο και στο πρόσωπό της.

«Ποιος σου το είπε;»

«Ότι είμαι άρρωστη; Ένας γιατρός.»

«Ποιος γιατρός;»

«Δεν του κράτησα και το ΑΦΜ.»

Ο νεαρός της έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα. Ίσως δεν τον εμπιστευόταν ακόμα και με το δίκιο της. Ίσως πάλι να είχε θυμώσει απ’ την εξέλιξη αυτής της συνάντησης.

«Ποιος γιατρός;» επέμεινε.

«Σε ένα νοσοκομείο», του είπε χαμηλώνοντας λίγο το κεφάλι και μαλακώνοντας τη φωνή. «Δε θυμάμαι το όνομά του».

«Σε ποιο νοσοκομείο πήγες; Γιατί; Ποιος σου είπε να πας;» Η κοπέλα είχε αρχίσει να μαζεύεται στην καρέκλα της. Ο τόνος του είχε αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα επιθετικός και η συζήτηση έφτανε πλέον στα όρια της ανάκρισης.

«Σε μια ιδιωτική κλινική, την Αγία Ε. Πήγα για εξετάσεις ρουτίνας. Σχεδόν κάθε χρόνο κάνω. Δε μου το είπε κανένας. Πήγα μόνη μου, γιατί της κάνουν με λιγότερα χρήματα για κάποιες ομάδες του πληθυσμού…»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της όταν αυτός άρχισε να γελάει. Η κοπέλα συνοφρυώθηκε. Άνοιξε ένα χαρτί με μια λίστα, που ήταν κι αυτό πάνω στο τραπέζι, και της έδειξε γραμμένο το όνομα της κλινικής.

«Όλα ταιριάζουν,» έμοιαζε να μουρμουράει στον εαυτό του. «Έτσι όπως μου τα λες… Αλήθεια, έχεις οικογένεια;»

«Όχι. Έχασα τους γονείς μου πριν χρόνια και δεν έχω άλλους κοντινούς συγγενείς, μόνο λίγους φίλους, αλλά και πάλι, δεν μπορώ να θεωρήσω ότι…»

Ξαναγέλασε. Τώρα η κοπέλα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

«Οκ… όλο και καλύτερα. Λοιπόν…», είπε σβήνοντας σιγά σιγά αυτό το αυτάρεσκο χαμόγελο απ’ το πρόσωπό του. «Πρώτα απ’ όλα, το πιθανότερο είναι ότι είσαι υγιέστατη. Το νοσοκομείο είναι του ομίλου Αργυράκου. Δεν θα το ξέρεις, γιατί δε σε νοιάζει. Κι άλλωστε κανείς δεν γράφει στις εφημερίδες για τα νοσοκομεία και τις κλινικές που αγοράζουν και πουλάνε όλοι αυτοί. Μόνο αν περιλαμβάνεται και κάποια “φιλανθρωπία”. Για την οποία πριν αλλάξει η μέρα -να είσαι βέβαιη- έχουν αποζημιωθεί με το παραπάνω. Τέλος πάντων… Το νοσοκομείο είναι της γριάς και…» την κοίταξε για μια στιγμή και σκύβοντας το κεφάλι συνέχισε «Λοιπόν, για να τα πάρουμε με τη σειρά… Αυτό που κουβαλάς το έχεις δει;»

«Ναι. Είναι ένα κειμήλιο.» Ο νεαρός της έκανε μια χειρονομία να του πει περισσότερα. «Είναι ένα μεταλλικό κεφάλι κάποιου ζώου,» συνέχισε εκείνη.

«Για να μπορείς να το κουβαλάς από δω κι από κει με τόση ευκολία δεν πρέπει να είναι όμως πολύ βαρύ. Σωστά;»

«Σωστά.»

«Κι αυτό δε σε παραξένεψε;»

Η κοπέλα κοίταξε τη φωτογραφία του πορτρέτου. Η τεχνική του ζωγράφου υπερέβαινε τα όρια της φωτογραφίας. Ένιωθε τα μάτια του πορτρέτου να είναι καρφωμένα πάνω της.

«Θεώρησα ότι…» η φωνή της ίσα που ακουγόταν.

«Άκου» ξεκίνησε να λέει ο νεαρός καθώς την πλησίασε για να μην τον ακούσει κανένας, ακόμα κι αν τα γύρω τραπέζια ήταν άδεια «αντίκες, αρχαία, ναρκωτικά, λεφτά, τίτλοι ιδιοκτησίας… τα μεταφέρουν άνθρωποι σαν εσένα, που τους είπαν ότι δε έχουν πολύ χρόνο ζωής. Φαντάζομαι σου είπαν ότι δεν υπάρχει θεραπεία ή ότι κοστίζει πολλά και ότι είναι επίπονη, χρονοβόρα και με αβέβαιο αποτέλεσμα… Σωστά;» η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. «Κάποιοι διαλέγουν να προσπαθήσουν, οπότε μετά από λίγο, ως εκ θαύματος γίνονται καλά. Οι υπόλοιποι… θα πάρουν κάποια φάρμακα που θα τους “βοηθήσουν” στην καθημερινότητά τους και μετά από λίγο αρχίζουν να εμφανίζονται διάφορα συμπτώματα: ξεχνάνε… είναι κουρασμένοι… πονάνε… Μετά τους προτείνουν οι ίδιοι οι γιατροί κάποιους συλλόγους και ομάδες. Από εκεί τσιμπάνε τα καλύτερα θύματα και τους στέλνουν ταξιδάκι». Η κοπέλα πίεζε την αριστερή παλάμη της με τον αντίχειρα του άλλου χεριού όσο άκουγε όλα αυτά.

«Όλοι λίγο πολύ θέλουν να ταξιδέψουν,» συνέχισε εκείνος. «Φυσικά άμα ήθελες να πας στην Ανταρκτική, θα σου έλεγε ότι τα λεφτά είναι πολλά ή ότι καλό θα ήταν να είσαι κοντά σε νοσοκομείο ή ότι δεν θα τ’ αντέξεις και θα σε έστελνε κάπου στην Ευρώπη. Στις περισσότερες χώρες έχει επιχειρήσεις και τα άτομα της -όπως εσύ- πρέπει να δώσουν μια τέτοια βαλίτσα σε κάποιο συγγενή. Ανιψιός, ανιψιά, βαφτισιμιός… Εσένα τι σου είπε;»

«Να την πάω στον ανιψιό της… γιατί δεν εμπιστευόταν ούτε κούριερ ούτε τίποτα» του απάντησε. Ο νεαρός συγκατάνεψε και ξανακοίταξε την πόρτα, ερευνώντας τον κάθε έναν που έμπαινε ή έβγαινε.

«Κανένας δεν γυρνάει. Ελάχιστοι μόνο. Αυτοί που δεν θεωρούνται απειλή. Που δεν τους παραξενεύει τίποτα. Οι περισσότεροι λίγες μέρες μετά…» πέρασε το δείχτη του από το λαιμό του, κάνοντας την κοπέλα να χάσει μια ανάσα.

«Δεν καταλαβαίνω, όμως…» έκανε να συνεχίσει εκείνη με ανανεωμένη δύναμη. «Η οικογένειά μου τι σχέση έχει;»

«Δεν είναι φανερό; Κάποιος με οικογένεια, με ανθρώπους να τον νοιάζονται, θα τρέξει. Θα το ψάξει περισσότερο. Ακόμα κι αν αυτός δεν έχει το κουράγιο, θα το κάνουν οι άνθρωποι γύρω του. Και πες ότι όλα τα σχετικά με την αρρώστια τα καλύπτουν. Τι γίνεται όμως όταν χαθεί ξαφνικά ο άνθρωπός τους; Πόσο καλά θα το κρύψουν και για πόσους μπορούν να το κάνουν; Αργά ή γρήγορα κάτι θα στραβώσει».

Η κοπέλα κουνούσε το κεφάλι σφίγγοντας τώρα στις χούφτες της την κούπα του ζεστού καφέ που είχε μπροστά της. Φυσικά και όσα της έλεγε δεν είχαν καμία λογική. Από την άλλη, όμως, μόλις πριν από λίγα λεπτά της είχε πει ακριβώς ό,τι είχε συμβεί και με την ίδια από τη στιγμή που πήγε να κάνει εκείνες τις εξετάσεις.

Το τηλέφωνό της χτύπησε. Το κοίταξε για μια στιγμή και έπειτα κοίταξε το νεαρό απέναντι της πανικόβλητη. Ήταν η χήρα. Προφανώς ήθελε να της θυμίσει το ραντεβού της. Η ώρα είχε περάσει.

«Σήκωσε το και πες ότι σε συνεπήρε η πόλη. Είσαι για καφέ και θα περάσεις πιο μετά. Να είσαι χαλαρή.»

Εκείνη υπάκουσε. Ο νεαρός απέναντί της παρακολουθούσε με προσοχή και προσπαθούσε να ξεκλέψει λέξεις ή και φράσεις ολόκληρες απ’ την άλλη γραμμή, έχοντας σκύψει προς το μέρος της. Από τις απαντήσεις που έδινε η κοπέλα, η χήρα τη ρωτούσε για το ταξίδι της, την πρώτη μέρα στην πόλη και άλλα τέτοια. Αφού εκείνη διηγήθηκε ένα υπέροχο πρωινό -που μάλλον ευχόταν να είχε ζήσει- απολογήθηκε και τη διαβεβαίωσε ότι θα φτάσει στον προορισμό της σύντομα.

«Εσύ πως τα ξέρεις όλα αυτά και γιατί τα είπες σ’ εμένα; Γιατί δεν έχεις πάει στην αστυνομία ή …» τον ρώτησε η κοπέλα μόλις ολοκλήρωσε τη συνομιλία της, αδιαφορώντας για τον περιορισμένο χρόνο που είχε μέχρι να φτάσει στο ραντεβού της.

«Δεν έχω αρκετές αποδείξεις,» την κοίταξε. «Σήκω. Πάμε να δώσεις τη βαλίτσα και τα υπόλοιπα θα τα πούμε μετά.»

Λίγη ώρα αργότερα η κοπέλα έμπαινε στο ξενοδοχείο όπου την περίμενε ο «ανιψιός» της κυρίας Αργυράκου. Έψαξε στους τοίχους με το βλέμμα για το πορτρέτο. Μόλις το ανίχνευσε, χαμήλωσε τα μάτια και προχώρησε προς το μπαρ. Αν και φάνηκε να αναγνώρισε ποιος ήταν το ραντεβού της, πιθανά εξαιτίας όσων είχε ακούσει, περίμενε να την πλησιάσει εκείνος πρώτος. Έτσι κι έγινε. Ένας τύπος όχι πολύ ψηλός, μαυριδερός, με γένια και μουστάκι, μαύρα ρούχα, καδένα στο δεξί καρπό και καλογυαλισμένα σκαρπίνια έκατσε δίπλα της.

Δεν είπε πολλά, μόνο συστήθηκε ως ο «ανιψιός» του ζεύγους Αργυράκου, εννοώντας ότι η βαλίτσα προοριζόταν γι’ αυτόν. Η κοπέλα ίσως είχε αδικηθεί στη ζωή της. Η απολογία που έδωσε για την καθυστέρησή της θα μπορούσε να ξεγελάσει τον οποιονδήποτε. Φυσικά, εκείνος δεν έδειχνε να ακούει τίποτα από όσα του έλεγε. Την ευχαρίστησε παίρνοντας τη βαλίτσα από τα χέρια της και έκανε να φύγει. Εκείνη συνεχίζοντας το παραμύθι της του ζήτησε να της προτείνει κάποια μέρη να επισκεφτεί. Μόνο τότε αυτός την κοίταξε και χαμογελώντας της υπέδειξε τα ίδια με τη «θεία» του. Η κοπέλα φάνηκε να χάνει λίγο απ’ το χρώμα της, αλλά τον ευχαρίστησε με τη σειρά της και βγήκε γρήγορα από το ξενοδοχείο με το κεφάλι σκυμμένο.

Όταν χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος στην οδό Λ. και της άνοιξε ο Πέδρο, ήταν μόνη της. Αφού επιβεβαίωσε ότι ήταν πράγματι αυτός που έψαχνε, δέχτηκε ένα ζεστό ρόφημα. Είχε πλέον νυχτώσει κι ας ήταν ακόμα εφτά και μισή το απόγευμα. Είχε βρει το σπίτι χάρη σε δυο εξυπηρετικούς νεαρούς. Ο Αλέξανδρος, ο νεαρός πλανόδιος μουσικός, αφού την πήγε σε ένα νοσοκομείο ανεξάρτητο από τον όμιλο, για να κάνει εξετάσεις που θα αποδείκνυαν την υγεία της, την έβαλε στο λεωφορείο δίνοντάς της ένα χαρτί με αυτή τη διεύθυνση και της είπε ό,τι ήταν απαραίτητο να ξέρει. Εκείνος θα ερχόταν αργότερα.

Ο Πέδρο ήταν ένας Καταλανός δημοσιογραφίσκος σε μια ασήμαντη- εφημερίδα. Ο Αλέξανδρος τον είχε κάνει να πιστέψει ότι θα βοηθούσαν ο ένας τον άλλον στη δημοσιοποίηση μιας απίστευτης ιστορίας και μετά ο καθένας θα έδραττε καρπούς. Ο δημοσιογράφος πίστεψε στην προοπτική της επαγγελματικής του αναγνωρισιμότητας.

Όσο για τον άλλον, τα οφέλη του θα ανήκαν στη σφαίρα της ηθικής ικανοποίησης. Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο του και τον ενημέρωσαν για την κηδεία του πατέρα του. Όλα είχαν γίνει μέσα σε λίγους μήνες. Ο πατέρας του δεν ήταν άνθρωπος που ήθελε να ταξιδεύει, κι όμως τις τελευταίες του μέρες τις πέρασε σε ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων στη Γενεύη. Αυτό ήταν που τον παραξένεψε αρχικά και βάλθηκε να βρει στοιχεία για το τι είχε γίνει. Ο πατέρας του ήταν από τους πρώτους που είχαν πέσει θύματα και ήταν ένας βασικός λόγος για τον οποίο η έρευνα πίσω από κάθε νέο υποψήφιο έγινε πιο ενδελεχής.

Μετά από τη σύντομη ανταλλαγή πληροφοριών που είχαν, εκείνη άρχισε να του λέει την ιστορία της, λίγο πολύ όπως την είχε μαντέψει νωρίτερα ο Αλέξανδρος. Εκείνος άκουγε με προσοχή. Κρατούσε σημειώσεις και ρωτούσε πράγματα που μόνο εκείνος θεωρούσε σπουδαίο να αναφερθούν. Η κοπέλα ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμη να συνεργαστεί. Όση ώρα μιλούσε, το βλέμμα της έριχνε ματιές στον ένα τοίχο του σαλονιού -που ήταν και το γραφείο του δημοσιογράφου- όπου βρίσκονταν σε κοινή θέα τα στοιχεία που είχαν μέχρι εκείνη την ώρα. Τα μάτια της περιπλανήθηκαν λίγο στα αποκόμματα από εφημερίδες, σε διάφορες ανακοινώσεις και σε φωτογραφίες παλαιότερων «θυμάτων», ώσπου συνάντησαν τη φωτογραφία του πορτρέτου του επιχειρηματία. Εκείνο το πορτρέτο που βρισκόταν σε κάθε χώρο του ομίλου Αργυράκου και που εκείνη τη μέρα έμαθε πως πρέπει να αποφεύγει πάση θυσία.

Θα περνούσε εκείνο το βράδυ στο σπίτι του δημοσιογράφου. Τη διαβεβαίωσε πως θα ήταν η πιο ασφαλής λύση. Δεν μπορούσε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο της, ειδικά μετά την καθυστέρησή της στο ραντεβού της.

Επιστρέφοντας ο Αλέξανδρος τους ενημέρωσε ότι είχε πάει στην αστυνομία και ότι μόλις οι εξετάσεις της έβγαιναν καθαρές θα είχαν αρκετά για να ξεκινήσει η έρευνα εις βάρος του ομίλου και όποιου εμπλεκόταν σε αυτή την ιστορία. Προσπάθησαν να ελαφρύνουν λίγο το κλίμα και όταν πέρασε αρκετά η ώρα, η κοπέλα άφησε τους δυο άντρες να κοιμηθούν.

Εκείνη κάθισε στο σαλόνι. Είχαν συμβεί πολλά μέσα σε μία μόνο μέρα για να μπορέσει έτσι απλά να αδειάσει το κεφάλι της απ’ τις σκέψεις. Στάθηκε μπροστά από τον πίνακα για κάμποσο με τα μάτια καρφωμένα στη μικρογραφία του πορτρέτου και με τον δεξιό αντίχειρά της να πιέζει την αριστερή παλάμη.

Είχε περάσει τους τελευταίους μήνες της ζωής της ξέροντας ότι ήταν οι τελευταίοι. Είχε τακτοποιήσει όλες τις υλικές και πνευματικές της εκκρεμότητες και ξαφνικά κάποιοι της έλεγαν ότι όλα ήταν ένα ψέμα. Ότι οι μόνοι που έδειξαν πραγματικό ενδιαφέρον για την κατάληξή της την είχαν κοροϊδέψει και ότι στην ουσία είχε όλη τη ζωή μπροστά της.

Το επόμενο πρωί βρήκε τους δυο άντρες να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα στην κουζίνα. Την είχε πάρει ο ύπνος κάπου τα χαράματα. Συζήτησαν για κάμποση ώρα τα ίδια πράγματα και το πως θα έπρεπε να κινηθούν από εδώ και πέρα. Η κοπέλα καθόταν σιωπηλή, πιέζοντας τα χέρια της και έγνεφε καταφατικά κάθε τόσο που της απηύθυναν το λόγο, ώσπου ο Αλέξανδρος παρατήρησε ότι η χήρα δεν της είχε τηλεφωνήσει.

«Ίσως θεώρησαν ότι γνώρισα κάποιον και πέρασα τη νύχτα αλλού. Ειδικά αν με είδαν μαζί σου,» του απάντησε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Το δικό του τηλέφωνο χτύπησε κατά το μεσημέρι. Τα αποτελέσματα είχαν βγει.

Ο επόμενος χώρος που μοιράστηκε η κοπέλα με ένα αντίγραφο του πορτρέτου, έμελλε να είναι ο τελευταίος. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο στην κλινική του ομίλου Αργυράκου πίσω στην Αθήνα. Το πορτρέτο κρεμασμένο απέναντι από ένα κρεβάτι. Η κοπέλα ήταν ανήμπορη για κάθε είδους επικοινωνία με το περιβάλλον. Οι μέρες περνούσαν, αλλά η κατάστασή της δεν έδειχνε σημεία βελτίωσης, αλλά ούτε και επιδείνωσης.

Οι δυο άντρες κάθονταν μπροστά και η κοπέλα στο πίσω κάθισμα. Λίγα τετράγωνα πριν το νοσοκομείο το αυτοκίνητο τους δέχτηκε μια ισχυρή σύγκρουση από τα αριστερά από ένα κόκκινο βανάκι. Ο οδηγός, ο δημοσιογράφος, πήγε κατ’ ευθείαν στο νεκροτομείο, όπου μετά από μία μικρή διαμονή στην εντατική τον ακολούθησε και ο συνοδηγός του.

Αυτό που δεν έμαθαν, και μάλλον δεν είχε και νόημα να μάθουν οι δύο άντρες, ήταν ότι παρόλο που βρίσκονταν κοντά στο να δημοσιοποιήσουν μια σειρά εγκλημάτων, η κοπέλα ήταν αυτή που τους είχε οδηγήσει στο θάνατο.

Μην ξέροντας ποιον θα έπρεπε να εμπιστευτεί, στον πανικό της να ξαναβρεί την ασφάλεια της συνήθειας της ή από φόβο ότι οι δυο άντρες θα της έκαναν περισσότερο κακό, τηλεφώνησε στη χήρα για να ζητήσει βοήθεια. Η ανταπόκριση εκείνης ήταν άμεση.

Σύμφωνα πάντα με τα όσα λέγονταν από διάφορους συνεργάτες της χήρας που μπαινόβγαιναν κάθε τόσο στο δωμάτιο της, μετά το ατύχημα το σπίτι του δημοσιογράφου είχε απολέσει κάθε στοιχείο που θα μπορούσε έστω και να κινήσει τις υποψίες τις ισπανικής αστυνομίας. Δεν υπήρχε πια κανένας λόγος ανησυχίας.

*Το εξώφυλλο είναι σχέδιο της Despin Sol. Έργα της θα βρείτε εδώ: lila9.deviantart.com

πορτρέτο, πορτρέτο, πορτρέτο, πορτρέτο, πορτρέτο, πορτρέτο, πορτρέτο, πορτρέτο, πορτρέτο, πορτρέτο, πορτρέτο

Άφησε σχόλιο

Απάντηση

Ιστορικό

Επιλέξτε Κατηγορία

error: Content is protected !!
Αρέσει σε %d bloggers: