Αν είχε μείνει μια παρηγοριά στην κυρία Στεφανία, ήταν εκείνο το γιασεμί. Ριζωμένο στη διπλανή αυλή, την καλημέριζε κάθε πρωί με τη μοσχοβολιά του. Το μόνο που είχε μείνει ίδιο στη γειτονιά. Η διπλανή αυλή και η δικιά της, να μοιράζονται δυο πρασινάδες και γύρω γύρω… όλα γκρι και θεόρατα. Πέντε και έξι όροφοι. Και νέος κόσμος. Πάνω που πήγαινε να γνωρίσει κάποιον καινούριο γείτονα, ερχόταν στη θέση του άλλος. Κι ύστερα από λίγο ξανά τα ίδια. εικασίες
Ακόμα και η Ιάσμη έφυγε. Εκείνη που δεν άφησε λεπτό το μητρικό της σπίτι. Πόσα χρόνια το πάλευε η Ιάσμη αυτό το γιασεμί. Κι αυτό, τόσα χρόνια στη γωνιά, φέτος βρήκε να θεριέψει. Το προσέχει, βέβαια, και ο Χριστόφορος, ο άντρας της. Όλο το ποτίζει, του μιλάει, το κλαδεύει.
Τι να κάνει κι αυτός; Από τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκε χωρίς γυναίκα. Πάνε τώρα, πόσο που τα βρόντηξε η Ιάσμη κι έφυγε; Μήνες! Και από τότε ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Κι αν ήταν αναπάντεχο στη γειτονιά. Κανείς δεν το περίμενε. Ούτε η ίδια η κυρία Στεφανία. Όχι ότι νοιάστηκε και κανένας άλλος.
Τώρα, λοιπόν, δεν είχε κανέναν να πει μια «καλημέρα» το πρωί. Ο άντρας της είχε πεθάνει, τα παιδιά της είχαν τις οικογένειές τους… Μόνη της ήταν όλη μέρα. Έκανε της δουλειές της, φρόντιζε όσο μπορούσε τα κλαδάκια του γιασεμιού που ξεπηδούσαν στη δική της αυλή, χάζευε τους περαστικούς που έκοβαν ένα λουλουδάκι και το βράδυ άνοιγε το «χαζοκούτι» να περάσει η ώρα. Και είχε και ωραία πράγματα να δει. Έβλεπε αυτά τα «ντοκιμαντέρ». Για τα ζώα, για την ιστορία, για σημαντικούς ανθρώπους… Πόσα πράγματα μάθαινε από εκεί… Κι ας μην της χρησίμευαν ποτέ σε τίποτα.
Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που η ζέστη την έπνιγε. Είχε αφήσει το παράθυρο ανοιχτό και είχε βάλει ένα γάλα -πορτοκαλάδα δεν έκανε. Ποιος να κοιμηθεί… Ντοκιμαντέρ για τα ωραιότερα νεκροταφεία στον κόσμο.
«Μπα σε καλό σου βραδιάτικα…» Αλλά το παρακολουθούσε.
«Το ανθρώπινο σώμα είναι το καλύτερο λίπασμα. Γι’ αυτό και όλα τα νεκροταφεία έχουν τόσο έντονη βλάστηση.»
Η καρδιά της σφίχτηκε. Είχε θάψει τόσους αγαπημένους. Κι όποτε τους επισκεπτόταν, αυτοί είχαν γίνει η σκιά που την προστάτευε. Κι εκείνη που νόμιζε ότι τα φυτεύουν επίτηδες…
Το επόμενο πρωί είδε το Χριστόφορο στην αυλή. Είχε ποτίσει το γιασεμί και έβγαζε κάτι ξεραμένα ανθάκια.
«Καλημέρα, Χριστόφορε.»
«Καλημέρα κυρία Στεφανία»
«Θέλεις βοήθεια, γιε μου;»
«Όχι, κυρία Στεφανία.» Και μπήκε μέσα.
«Καλύτερα,» σκέφτηκε. Θα το χάλαγε το γιασεμί. Τέτοια εποχή δεν το πειράζουν. Ποτέ δεν τον συμπάθησε, ούτε κατάλαβε τι του βρήκε η Ιάσμη. Ειδικά απ’ όταν έφυγε το κορίτσι, με το ζόρι του έπαιρνες κουβέντα. Σκέτος μουντρούχος
Το άλλο πρωί πάλι τα ίδια. Σαν να ήθελε να την αποφύγει. Κι εκείνη το μόνο που ήθελε να ρωτήσει, η κακομοίρα, ήταν άμα είχε μάθει κανένα νέο από την Ιάσμη.
«Έχε γούστο,» σκέφτηκε το ίδιο βράδυ. Ήταν ένας, λέει, που είχε θάψει τη γυναίκα του και είχε φυτέψει τριανταφυλλιές από πάνω. Και να δεις τι όμορφες που ήταν οι τριανταφυλλιές. Λες και της μιλούσε ο θεός. Έτσι, στα ξαφνικά φεύγει η Ιάσμη και το γιασεμί φουντώνει. Θα πει κανείς παρατραβηγμένο, αλλά συμβαίνουν αυτά. Τα λένε στην τηλεόραση.
Εκείνη δεν ήταν ποτέ της κουτσομπόλα, αλλά καλού κακού, αποφάσισε να ρίξει ένα βλέφαρο στο διπλανό σπίτι. Και να σου που εκείνη την ώρα αυτός έβαζε άλλη στο σπίτι του κοριτσιού. Δεν την είχε ξαναδεί.
Τρεις μέρες τον παρακολούθησε, και τις τρεις αυτή εκεί. Ποιος να τον κατηγορήσει; Παιδιά δεν είχε, γυναίκα δεν είχε…
Τρεις μέρες. Κι ύστερα άφαντος! Έφευγε πολύ νωρίς; Ποιος τον ήξερε; Ξύπνησε, λοιπόν, κι εκείνη χαράματα και στήθηκε στο παράθυρο, με την κουρτίνα να την κρύβει. Να τος που πότισε κι έφυγε γρήγορα γρήγορα με τη λεγάμενη.
Κάρφωσε τα μάτια της στην πόρτα των γειτόνων της. Στα χέρια της κρατούσε δυο κλειδιά. Το ένα το δικό της. Το άλλο, το είχε ξεχάσει καταχωνιασμένο στο κομολί, στο σαλόνι. Της το είχε δώσει η Ιάσμη, εμπιστευτικά, χρόνια πριν.
«Μη τυχόν και γίνει τίποτα, ένας άνθρωπος να έχει ένα κλειδί για το σπίτι».
«Τι να γίνει, παιδάκι μου;»
«Πες ότι κλειδώθηκα απ’ έξω, βρε θεία.» Κι ύστερα εκείνο το χαμόγελο.
Μέχρι να της τελειώσει η ανάμνηση στεκόταν στο πλατύσκαλό τους. Αν δεν το έκανε εκείνη τη στιγμή, δεν θα το έκανε ποτέ.
Έκανε μια βόλτα σε όλα τα δωμάτια. Το πάτωμα ήθελε σφουγγάρισμα… στο νεροχύτη άπλυτα… οι κουρτίνες έπρεπε να μπουν για πλύσιμο…
«Άμα λείπει η νοικοκυρά, το σπίτι μαραζώνει…» σκέφτηκε. Αυτή που μπαινόβγαζε στο σπίτι του δεν ήξερε να κάνει μια καθαριότητα. Μόνο…
Αλλά δεν ήταν εκεί για να κάνει κριτική. Συνέφερε τον εαυτό της. Και έφτασε στην κρεβατοκάμαρα.
«Πώς έφυγε;» αναρωτήθηκε περιεργαζόμενη το περιεχόμενο της ντουλάπας. «Δε φαίνεται να λείπει κάτι από εδώ. Όλα της τα πράγματα στη θέση τους.»
Τα συρτάρια, το ίδιο. Στην κουζίνα, στο σαλόνι… Τα πράγματά της, όλα εκεί.
«Άμα φεύγει ο άνθρωπος από το σπίτι του, κάτι παίρνει μαζί του.»
Βέβαια, το να πιστεύει ότι ο Χριστόφορος έφτασε να κάνει κακό στην Ιάσμη, σε εκείνο το κοριτσάκι, που κακό δεν έβαζε με το νου του, πήγαινε πολύ. Από την άλλη, λίγο θέλει να γίνει το κακό; Κι εκείνο το κορίτσι, πού εξαφανίστηκε χωρίς να πει κουβέντα μέσα στη νύχτα, χωρίς να πάρει ούτε μια αλλαξιά ρούχα μαζί του;
Περιπλανήθηκε λίγο ακόμα στο ξένο σπίτι. Το παντζούρι της κουζίνας ήταν μισάνοιχτο. Από εκεί φαινόταν το σπίτι της και το γιασεμί.
Σαν να άνοιξε μπροστά της μια οθόνη κι άρχισε να παίζει σκηνή από ταινία. Ή μάλλον από εκείνα τα ντοκιμαντέρ. Τσακώνονταν συχνά. Ακούγονταν φωνές. Κι ύστερα σιωπή. Και την άλλη μέρα ο Χριστόφορος μόνος του, να σκαλίζει το παρτέρι του κήπου. Η Ιάσμη πουθενά. Μα πώς δεν το είχε ήδη θυμηθεί αυτό;
Βγήκε από το σπίτι, αφού κοίταξε δυο τρεις φορές μην περνά κανείς. Μπήκε στο δικό της και αμπάρωσε την πόρτα.
«Τη σκότωσε! Τη σκότωσε, το κάθαρμα…» να λέει και να ξαναλέει στο εαυτό της και να μη βρίσκει γωνιά να ησυχάσει.
Σε ποιον να το πει; Ποιος να την πιστέψει; Κι ύστερα, εκείνη που το ξέρει; Τόσο καιρό μετά το θυμήθηκε; Να πάρει την αστυνομία. Θα της πούνε «που είναι οι αποδείξεις, κυρία μου, και κατηγορείτε έναν άνθρωπο έτσι;». Έτρεμε και μόνο στην ιδέα. Οι αστυνομικοί δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι. Καλό πας να κάνεις και σου φτιάχνουν ένα φάκελο στην ασφάλεια, να κυνηγάνε και τα εγγόνια σου…
Όχι, όχι. Μόνη της θα την έβρισκε την άκρη. Δε θα έλεγε τίποτα σε κανέναν. Το ίδιο κιόλας βράδυ, πρώτα ο θεός, θα πήγαινε να δει. Δε θα το άφηνε το κάθαρμα να γλιτώσει.
Το απόγευμα ο Χριστόφορος της χτύπησε την πόρτα. Μην και είδε κανέναν να μπαίνει στο σπίτι του το πρωί. Εκείνη δεν είχε δει τίποτα. Τι είναι εκείνη; Καμιά αργόσχολη, να παρακολουθεί τα σπίτια των άλλων;
«Όχι, απλά επειδή κάποιος φαίνεται να μπήκε στο σπίτι… Δεν πήρε τίποτα, αλλά…»
«Δεν είδα τίποτα» και του έκλεισε την πόρτα.
Εκείνο το βράδυ η κυρία Στεφανία κοιμήθηκε νωρίς. Την πήρε ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση. Δεν είχε τίποτα ενδιαφέρον. Ένα από τα ντοκιμαντέρ που είχε ξαναδεί, αλλά από αυτά τα βαρετά, με τους πλανήτες και τα αστέρια. Τι να καταλάβει εκείνη; Σάμπως ήταν κοντά της όλα αυτά; Ενώ τα ζώα ήξερε που βρίσκονται, κι ας μην τα είχε δει από κοντά. Κι όσο για τους ανθρώπους…
Το επόμενο βράδυ άργησε να έρθει. Όχι γιατί η μέρα ήταν μεγάλη, ούτε για κάποια άλλη επιστημονική αιτία. Μόνο για την κυρία Στεφανία έμοιαζε να μην έφτανε ποτέ η ώρα που θα έσβηναν τα φώτα από το διπλανό σπίτι.
Και να που ήρθε η ώρα.
Η λάμπα του δρόμου φώτιζε τις δύο εισόδους τόσο, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να σκοντάψει σε κάτι ύπουλο.
Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Γονάτισε μπροστά στο φουντωμένο γιασεμί, όπως η μάνα της είχε γονατίσει μπροστά στο σώμα του πατέρα της. Πόσο θα ‘τανε; Τεσσάρων; Την είχε διώξει αυτή τη μνήμη. Να, όμως, που τώρα έφτασε κι εκείνη να σέρνεται στα χώματα για κάποιον αγαπημένο. Για μια κόρη, κι ας μην ήταν αίμα της. Τι σημασία είχε;
Άγγιξε το χώμα, νοτισμένο ακόμα. Έμπηξε τα χέρια και βάλθηκε να το σκάβει. Λίγο πιο βαθιά, με περισσότερη επιμονή. Με περισσότερη δύναμη. Αυτή τη δύναμη που έχουν οι μεγάλες γυναίκες στα χέρια, από τη σκληρή δουλειά της φροντίδας.
Από στιγμή σε στιγμή θα άγγιζε το άψυχο σώμα του κοριτσιού. Μια σταλίτσα ήταν. Πόσο βαθύ να ήταν αυτό το παρτέρι; Τα φώτα πίσω της άναψαν. Ο θεός ήθελε να συνεχίσει. Να τη βρει.
Μόνο που δεν ήτ;αν κάποια θεϊκή παρέμβαση. Ο Χριστόφορος ήταν, που είχε ακούσει το χαρχάλεμα στην αυλή. Είχε ήδη φωνάξει την αστυνομία. Στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας. Δεν ήθελε να ενοχλήσει τη γριά. Δεν την ήξερε τόσο καλά. Η Ιάσμη μπορούσε να την κάνει καλά.
«Έλα έξω. Κάτι την έπιασε πάλι.»
«Πάρε, ακύρωσε την κλήση, μην έρθει η αστυνομία. Θα τρομάξει,» του είπε και βγήκε στην αυλή.
Η κυρτωμένη από τα χρόνια πλάτη της κυρίας Στεφανίας μπροστά από το παρτέρι, να κλυδωνίζεται ρυθμικά, όπως έσκαβε και γέμιζε χώματα το τσιμέντο γύρω από τα γόνατά της. Τη φώναξε μια. Τη φώναξε δυο. Έφτασε ένα βήμα πίσω της. Η σκιά της κάλυψε τις ρίζες. Η κυρία Στεφανία δε γύρισε να κοιτάξει ποιος της έκρυβε το φως, που τόσο απλόχερα πριν λίγο της προσφέρθηκε. Ούτε την ενδιέφερε να μάθει τίνος το χέρι την άγγιξε στον ώμο. Τίνος η φωνή την φώναζε.
«Θεία! Θεία Στεφανία.»
«Δε γίνεται άλλο αυτό. Αυτή μπήκε στο σπίτι, σίγουρα.» Ακούστηκε ο Χριστόφορος.
«Δε μπορώ να κάνω κάτι. Άνοια έχει.»
«Έχει παιδιά να τη φροντίσουν. Εσύ δεν είσαι κόρη της.»
«Βλέπεις κανέναν άλλον τριγύρω;»
«Είναι επικίνδυνη. Δε γίνεται να μένει μόνη της… Έφτασε να μην αναγνωρίζει ούτε εσένα…»
«Εντάξει, εντάξει. Βοήθησε με να τη βάλουμε μέσα, να την ηρεμήσουμε. Αύριο σου υπόσχομαι θα πάρω τηλέφωνο το γιο της.»
3ο βραβείο στο διαγωνισμό #tys19, στην κατηγορία διήγημα. Η ανακοίνωση των νικητών: https://tellurstory.gr/ανακοίνωση-νικητών-tys-2019/
εικασίες, εικασίες, εικασίες, εικασίες, εικασίες, εικασίες, εικασίες, εικασίες
Ειναι απιστευτο το πως μπορεις σε μια μονο στιγμη να χασεις τον ιδιο σου τον εαυτο.Η πραγματικη μοναξια ειναι αυτη.Πολυ σημαντικο να εχεις γυρω σου ανθρωπους να σε αγαπουν να σε φροντιζουν ομως σιγουρα οταν χασεις τον εαυτο σου,τοτε δεν εχεις τιποτα πια.Τεραστιος πονος.