Τα μάτια μου πονούσαν απ’ την αντηλιά. Ακούμπησα κάτω το σάκο που λεπτό το λεπτό γινόταν βαρύτερος και περίμενα κάποιο αυτοκίνητο να φιλοτιμηθεί να με πάρει μαζί του. Σκούπιζα τον ιδρώτα στο μέτωπό μου με την ανάποδη της παλάμης. Σκέφτηκα για μια στιγμή να βρέξω το πρόσωπό μου, αλλά το νερό που κρατούσα είχε ζεσταθεί τόσο, που αμφέβαλλα αν θα είχε αποτέλεσμα. Έκανα σήμα κάθε τόσο στους ταξιδιώτες, αποφεύγοντας τα αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια -ρητή εντολή των ντόπιων- και τα φορτηγά. Αν και θα είχα περισσότερες πιθανότητες να με δεχτούν ως συνεπιβάτη, δεν θα ήθελα να καθυστερήσω ή να βγάλω απ’ το δρόμο του έναν άνθρωπο που εκείνη την ώρα έβγαζε το ψωμί του, επειδή ξύπνησε μέσα μου το ένστικτο της περιπέτειας. δρόμος
Οι περισσότεροι με προσπερνούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ενώ με παρατηρούσαν καθώς έφευγαν. Μπορούσα να δω το κεφάλι τους να γυρίζει προς τα πίσω και μετά να καρφώνονται στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Παρόλο που δεν πρέπει να είχε περάσει πολύ ώρα, η αναμονή με είχε ήδη κάνει να σκέφτομαι με βαριά καρδιά την επιστροφή μου και το άδοξο τέλος που θα είχε μια πολλά υποσχόμενη μέρα.
Πάνω που είχα αρχίσει, λοιπόν, να χάνω τις ελπίδες μου ένα λευκό δίπορτο, με ένα ξεχαρβαλωμένο φανάρι μου κόρναρε και άρχισε να μειώνει ταχύτητα, μέχρι που ακινητοποιήθηκε μπροστά μου. Ο οδηγός ήταν νεαρός, κάτω από τριάντα, με καλοσιδερωμένο πουκάμισο, φρεσκοξυρισμένος και με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. Καμία σχέση με εμένα, που έμοιαζα με κακό στερεότυπο τουρίστα που κινείται με ωτοστόπ: βερμούδα, μακό μπλουζάκι, ψιλοτσαλακωμένο και ιδρωμένο σε πολλά σημεία, γένια τριών ημερών… «Θες να σε πάω κάπου;» με ρώτησε πίσω απ’ το κατεβασμένο τζάμι του συνοδηγού. «Άμα δεν είναι κόπος» του απάντησα και μπήκα, κρατώντας το σάκο στα πόδια μου.
Το αυτοκίνητο ήταν πεντακάθαρο. Προς στιγμήν αγχώθηκα ότι θα το λέρωνα με τη σκόνη που είχε καθίσει πάνω μου και τις κολλιτσίδες στα κορδόνια των παπουτσιών μου, που τις κέρδισα περπατώντας στα χωράφια, σε μια προσπάθεια να μη χάσω όλη τη μέρα στο δρόμο.
Προσπάθησα να τον ευχαριστήσω, αλλά με έκοψε με ένα νεύμα του χεριού του. Μου είπε ότι δεν μπορούσε να διανοηθεί να δει κάποιον στο δρόμο και να μην προσφέρει βοήθεια, ειδικά με αυτή τη ζέστη. Φυσικά με ρώτησε και τον προορισμό μου. Δεν είχα προορισμό. Βρισκόμουν σε διακοπές. Πριν λίγες ώρες, πριν κάνω καλά καλά μια βουτιά με τον πρωινό καφέ και χωρίς δεύτερη σκέψη, αποχαιρέτησα την παρέα μου και το ξενοδοχείο που έμενα -απ’ αυτά μέσα στα δέντρα και δίπλα στη θάλασσα-, πήρα τα πράγματά μου και αφού περπάτησα κάνα δυο χιλιόμετρα βρέθηκα στην Εθνική Οδό.
Το ραδιόφωνο ήταν χαμηλωμένο. Ίσα που άκουγα την παιχνιδιάρικη φωνή της εκφωνήτριας να δίνει πληροφορίες για τον καιρό, τα σαχλά νέα και τις αμφιβόλου κύρους έρευνες που γνωστοποιούνται κάθε λίγο. Ο συνταξιδιώτης μου μού είπε ότι πήγαινε σε ένα χωριό έξω απ’ τα Χανιά, στο γάμο μιας δεύτερης ξαδέρφης του. Πιάσαμε την κουβέντα, όπως γίνεται σε τέτοιου είδους περιστάσεις. Με ρώτησε από που είμαι, αν μένω μόνος μου, αν έχω σχέση και άλλα τέτοια. Του απαντούσα πότε με γέλιο, πότε με επιτηδευμένο πόνο ψυχής… δεν θυμόμουν πότε ήταν η τελευταία φορά που έδωσα τόσες πληροφορίες μαζεμένες για τον εαυτό μου. Μου φαινόταν εντάξει ανθρωπάκι κι αν μπορούσα να πω κάτι με σιγουριά για τον εαυτό μου, ήταν ότι ήμουν καλός κριτής χαρακτήρων.
Απ’ το απέναντι ρεύμα πρόσεξα μια οδηγό. Γύρισα το κεφάλι μου, για να παρατείνω το χρόνο που βρισκόταν στο οπτικό μου πεδίο. Μόλις που είχα προλάβει να ρωτήσω κάτι και εκείνος άρχισε να μου δίνει τις δικές του πληροφορίες. Χωρισμένος, με ένα γιο, με μια πρώην πεθερά που δεν άντεχε… ο τύπος ήταν κι αυτός ένα κακό στερεότυπο, αν και σε μικρή ηλικία. Πριν επιστρέψω το βλέμμα μου στο δρόμο που απλωνόταν μπροστά μας, ερεύνησα, άθελά μου, το πίσω κάθισμα. Έμοιαζε να μην έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ. Αν δεν λάμβανε κανείς υπ’ όψιν την εξωτερική εμφάνιση του αυτοκινήτου, κάλλιστα θα μπορούσε να υποθέσει ότι μόλις που έκανε τα πρώτα χιλιόμετρα της ζωής του.
Ο οδηγός -με τον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε συστηθεί- με κοίταξε χαμογελώντας. «Να σου πω κάτι;» μου λέει. Του χαμογέλασα κι εγώ και έγνεψα «ναι». «Μου θυμίζεις τον αδελφό μου. Ίδιος. Τα χαρακτηριστικά σου, ο τρόπος που στεκόσουνα στο δρόμο… Ίδιος σου λέω. Σαν να τον έβλεπα μπροστά μου». «Ναι, ε;» του λέω χαμογελώντας. Ήμουν αρκετά απασχολημένος με την αναγνώριση αυτής της ομοιότητας για να παρατηρήσω ότι το πρόσωπό του είχε μουδιάσει. «Καληνύχτα;» αποκρίθηκα στην εκφωνήτρια που αποχαιρετούσε το κοινό της. Ο οδηγός δε μίλησε. Ήταν προσηλωμένος στην προσπάθειά του να προσπεράσει δυο νταλίκες που του άφηναν λίγο χώρο, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να μπει στο αντίθετο ρεύμα και η ορατότητά του ήταν σχεδόν μηδενική σε εκείνο το σημείο.
Αν και προηγουμένως δε με παραξένεψε η καθαρότητα του σήματος του ραδιοφώνου, με το τέλος της εκπομπής και το απαραίτητο διαφημιστικό διάλειμμα, κατάλαβα ότι ο οδηγός δεν βασιζόταν στα ραδιοκύματα για την ψυχαγωγία του. Ακούστηκε η ίδια γυναικεία φωνή να καλησπερίζει τους ακροατές της. «Η αγαπημένη σου εκπομπή;» τον ρώτησα. «Ναι» μου απάντησε ξερά. Δεν έδωσα πολύ σημασία. Άλλωστε δε μου φάνηκε κακό να έχει ηχογραφήσει κάποιος μια σειρά εκπομπών για το αυτοκίνητό του. Ασυνήθιστο ναι, αλλά όχι κακό.
Ήθελα να του ξαναπιάσω κουβέντα. Η σιωπή μεταξύ δύο ξένων σε ένα τόσο περιορισμένο χώρο προκαλεί μεγαλύτερη αμηχανία και από μια σειρά από αδιάκριτες ερωτήσεις. Τον ρώτησα για τον αδελφό του. Πως τον λένε, αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος και τι δουλειά κάνει, πριν καταλάβω ότι είχα θίξει ένα μάλλον όχι ευχάριστο θέμα συζήτησης, γιατί οι απαντήσεις που πήρα και τις τρεις φορές ήταν μονολεκτικές: Παύλος, μεγαλύτερος, εργολάβος.
Δεν έλαβα άλλη πρωτοβουλία για συζήτηση. Φοβήθηκα μήπως τον είχα κουράσει ήδη με τη φλυαρία μου και αυτό είχε αντίκτυπο στην οδήγησή του, που τώρα είχε γίνει πιο νευρική. Σε μια στροφή, μάλιστα, έσφιξα το χερούλι της πόρτας και ήμουν έτοιμος να του ζητήσω να με αφήσει στο πρώτο δείγμα πολιτισμού που θα συναντούσαμε.
Δεν πρόφτασα να πω κουβέντα αντικρίζοντας από μακριά τις πρώτες βυσσινιές στέγες διάσπαρτες πάνω στην πλαγιά, όταν μου είπε ότι δεν θα έβρισκα κανένα ενδιαφέρον εκεί. Πρότεινε να μην εγκαταλείψω ακόμα το ταξίδι. Συμφώνησα. Άλλωστε, πέρα απ’ τη σιγουριά του για το τι θα ήταν ενδιαφέρον να δω και τι όχι, εκείνος διέταζε, αφού κρατούσε το τιμόνι. Μου είπε ότι αν είναι θα με αφήσει σε ένα άλλο χωριουδάκι, πολύ όμορφο και μακριά απ’ τη βαβούρα του κεντρικού δρόμου, μες τη φύση. «Είναι μακριά;» τον ρώτησα, «Δυο τσιγάρα δρόμος» μου απάντησε και γέλασε. Την είχα ξανακούσει κάπου αυτή την έκφραση, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω -αν και πρώην καπνιστής- αν αυτή η απόσταση θεωρούνταν μικρή ή μεγάλη.
Το τοπίο είχε αλλάξει πολλές φορές, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής βρισκόμασταν στο μεταίχμιο μεταξύ βράχων και λιόδεντρων στα αριστερά και γαλάζιου στα δεξιά. «Δεν τα πήγαινα καλά με τον αδελφό μου» ξεκίνησε να μου λέει, φαντάστηκα σε μια προσπάθεια να μη φανεί αγενής. Το μόνο που άφησα να ακουστεί ήταν ένα επιφώνημα ως απάντηση στη γνωστοποίηση αυτής της πληροφορίας και χαμήλωσα το βλέμμα στα πόδια μου. «Ναι. Ποτέ δεν τα πηγαίναμε καλά, αν κι εκείνος προσπαθούσε. Απ’ όσο θυμάμαι, δηλαδή, τον εαυτό μου, θυμάμαι και τον αδελφό μου να προσπαθεί να… έχουμε μια στενή σχέση». Δεν ήμουν σίγουρος αν με κοιτούσε καθόλου, αλλά εγώ συμφωνούσα κουνώντας το κεφάλι μου.
Η ηχογραφημένη ραδιοφωνική εκπομπή μου τράβηξε την προσοχή για μια ακόμα φορά. Νόμισα ότι άκουγα τα ίδια σαχλοτράγουδα της προηγούμενης δεκαετίας με την ίδια σειρά. Φαίνεται ότι με κοίταξε και διαβάζοντας την απορία στο πρόσωπό μου μού απάντησε ότι είναι η ίδια εκπομπή με πριν. Είναι η εκπομπή που άκουγε, μου είπε, όταν πέθανε ο αδελφός του. σκέφτηκα ότι με κάποιον τρόπο προσπαθούσε να αναπληρώσει τη σχέση που είχε χάσει. Η σιγουριά μου για τις γνώσεις μου στην ψυχολογία με έκανε να πιστεύω ότι τέλος πάντων είχα πλάσει ένα ολόκληρο προφίλ για τον άνθρωπο στα αριστερά μου.
Μου πρότεινε ένα σημείο να κάνουμε μια στάση, όπου πιθανά θα ήθελα να θαυμάσω. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο οικισμός που είχαμε δει πριν από λίγο βρισκόταν ήδη αρκετά χιλιόμετρα πίσω μας. Είχαμε βγει απ’ την Εθνική εδώ και ώρα και βρισκόμασταν σε ένα ύψωμα, που τριγυριζόταν από μεγαλύτερες κορφές. Βγήκα από το αυτοκίνητο και τέντωσα το κορμί μου θαυμάζοντας το τοπίο που ανοιγόταν μπροστά μου.
Εκείνος βγήκε απ’ το αυτοκίνητο μετά από εμένα και αμέσως άναψε ένα τσιγάρο. Μου προσέφερε, αλλά αρνήθηκα, τονίζοντας την προσπάθεια που είχα κάνει να το κόψω. Συνέχισε να μου μιλάει. Με ρωτούσε την άποψή μου για οικογενειακά θέματα και πως θα μπορούσε να τα χειριστεί κανείς. Τον ενδιέφεραν κυρίως οι σχέσεις μεταξύ αδελφών κι εγώ σκέφτηκα ότι με κάποιον τρόπο θα έπρεπε να τον βοηθήσω να μην έχει τύψεις για τη σχέση που απέφυγε να έχει με τον αδελφό του.
Του απαντούσα, λοιπόν, με βάση τη σχέση που είχα εγώ με τη μικρότερη αδελφή μου και κάπου εκεί κατάλαβα ότι τον πήρε το παράπονο. Ίσως να ξεχάστηκε για μια στιγμή και να νόμισε ότι είχε δίπλα του τον αδελφό του… δεν ξέρω. Μου είπε ότι κάποιες φορές ευχόταν ο αδελφός του να πεθάνει, από παιδί ακόμα, και με τα χρόνια αυτή η επιθυμία του γινόταν όλο και πιο έντονη. Προσπάθησα να τον κάνω να μου μιλήσει λίγο παραπάνω, να ζητήσει συγγνώμη απ’ τον αδελφό του, σαν να σήμαινε κάτι το ότι θα το άκουγα εγώ. Σκέφτηκα ότι θα ήταν μια λυτρωτική στιγμή για εκείνον.
Με κοίταξε μπερδεμένος. «Χάρηκα που πέθανε, προφανώς. Δεν ξέρεις τι μου έκανε. Σε κάποιους ανθρώπους αξίζει ένας κακός θάνατος. Χειρότερος από αυτόν που μπορεί να προσφέρει κάποιος». Η φωνή του είχε χάσει το χρώμα της. Μιλούσε σταθερά και εγώ ξαφνιάστηκα. Δεν περίμενα να ακούσω ποτέ κάποιον να μιλάει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Είχα κοκκαλώσει κοιτάζοντάς τον στα μάτια, ανίκανος να κουνήσω έστω κι ένα μυ στο κορμί μου.
Εκείνος τράβηξε τα μάτια του από πάνω μου και έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Μου πήρε λιγότερο από ένα λεπτό να συνέλθω και να κάνω την κίνηση να ανοίξω την πόρτα του συνοδηγού. Ένα δυνατό χτύπημα στη βάση του κρανίου με έκανε να χάσω τις αισθήσεις μου και να σωριαστώ. Εκείνος άρχισε να με κλωτσάει, χωρίς να φοβάται μήπως τον δει κανείς. Ο δρόμος που βρισκόμασταν δεν έμοιαζε να περιμένει περαστικούς. Μετά από κάμποσες κλωτσιές ανάμεσα στα πόδια, στην κοιλιά και στο κεφάλι θα ‘λεγε κανείς ότι είχε ξεθυμάνει. Κι, όμως, ο περιποιημένος νεαρός, αναμαλλιασμένος όπως ήταν τώρα από τη λύσσα του να μην ξανασηκωθώ, συνέχισε να με χτυπά ξανά και ξανά και ξανά, επαναλαμβάνοντας μία φράση: «Δε θα ψοφήσεις ποτέ;».
Δεν έμαθα ποτέ τι ήταν αυτό που είχε κάνει ο αδελφός του που έπρεπε να πληρώσω διπλά λόγω της ομοιότητάς μου με εκείνον. Η ιστορία του οδηγού που με δέχτηκε στο αυτοκίνητό του εκείνη τη μέρα συνεχίστηκε, ενώ η δική μου τέλειωσε μέσα σε μια λίμνη αίματος και αρκετά σπασμένα κόκαλα κάτω από τον απογευματινό ήλιο, λίγο πριν βρει το κορμί μου ένας περαστικός οδηγός.
Θ’ έπαινος στον Δ’ διαγωνισμό διηγήματος του bonsaistories.gr
Αρχική πηγή: http://www.bonsaistories.gr/3103-2/
δρόμος, δρόμος, δρόμος, δρόμος, δρόμος, δρόμος, δρόμος