Στεκόταν στην άκρη του δρόμου και την κοίταζε καθώς απομακρυνόταν. Θα μπορούσε να τη φωνάξει, να της ζητήσει να μην τον αφήσει, να την παρακαλέσει, να… μα, όλες οι λέξεις πέθαιναν πριν φτάσουν στα χείλη του. Του είπε «Αντίο»… Τι νόημα είχαν όλα τα άλλα; Έλσα
Μπροστά του, μπροστά της μερικά από τα φώτα της κεντρικής λεωφόρου. Θα την κατασπάραζαν. Θα την έχανε. Έκανε να την ακολουθήσει. Όχι ο ίδιος. Αυτό θα ήταν αδύνατο. Ο πόνος ήταν τέτοιος που μια στιγμή βύθισε τη συνείδησή του στην ανυπαρξία.
Οι αισθήσεις του τον εγκατέλειπαν μία μία. Την ακολουθούσαν. Σαν εκείνη να τους έδινε λόγο ύπαρξης. Μόνο το άρωμά της είχε μείνει πίσω, να στοιχειώνει τη μόνη αίσθηση που μπορούσε να ερεθίσει. Γι’ αυτό το άρωμα θα μπορούσε να μείνει ξύπνιος ώρες ολόκληρες. Αρκεί να μην το ξεχνούσε.
Μια ζωώδης δύναμη, ίσως αυτή που τον έκανε να επιβιώνει μέχρι να τη γνωρίσει, τον έσυρε προς την ίδια κατεύθυνση με εκείνη. Έφτασε στα πολλά φώτα. Κοίταξε δεξιά και αριστερά. Δεν έβλεπε καλά. Λίγο θαμπά, λίγο παραμορφωμένα. Να ήταν δάκρυα ή … Δεν της φέρθηκε καλά ρε γαμώτο. Είχε δίκιο. Δε θα την ξανάβλεπε. Το ήξερε. «Έλσα. Αχ, Έλσα.»
Πήρε στην τύχη να στρίψει ή μήπως ήταν ένστικτο; Κοίταζε το πεζοδρόμιο, μετρούσε τις πλάκες. Δεν ήταν πολλή η κίνηση, αλλά ο αχός των διαφόρων μηχανών γέμιζε την ατμόσφαιρα.
Τι ώρα είχε πάει; Έβλεπε το ίδιο του το κορμί να παραπαίει και αυτός να ακολουθεί. Πόσα είχε κάνει για εκείνη. Πόσο είχε προσπαθήσει. Πόσο είχε πονέσει. Όλα για εκείνη. Ότι του ζητούσε, για το καλό του, για τους δυο τους, εκείνος υπέφερε τόσους μήνες κι εκείνη τώρα, χωρίς προειδοποίηση… Η Έλσα… Την έκανε το μόνο λόγο στη ζωή του που άξιζε για να ξεκόψει μια και καλή. Από όλα. Έστω να κάνει μια προσπάθεια. “Θέλω να γίνω καλύτερος για σένα” της είχε πει και το εννοούσε. Αλλά τώρα…
Γύρισε το κλειδί. Κοίταξε για μια στιγμή την κλειδαριά πριν πάρει την απόφαση -ή πριν βρει τη δύναμη;- να σπρώξει την πόρτα. Τα πατζούρια τα είχαν αφήσει ανοιχτά φεύγοντας. Πόσες ώρες είχαν περάσει; Τα φώτα του δρόμου φώτιζαν πίσω από τις κουρτίνες. Το μισό σπίτι μπροστά του ήταν κυριευμένο από σκιές που γιγαντώνονταν λίγο πριν τον αγγίξουν. Το υπόλοιπο πνιγμένο στο σκοτάδι.
Γιατί έκανε τόσο κόπο να έρθει ως εδώ; Εκείνη ήταν αποφασισμένη να μην επιστρέψει. Κι εδώ κάθε αντικείμενο που είχε αγγίξει την περίμενε ανυπόμονα. Τα πράγματα, όταν συνηθίζουν στην παρουσία κάποιου μετά τον αποζητούν, για να μη χάσουν την ταυτότητά τους. Κάπου το είχε διαβάσει, το είχε ακούσει. Ίσως απλά να ήταν μια αίσθηση. Ίσως να το μετάνιωνε. Ίσως να βρισκόταν ήδη εδώ και να τον περίμενε. Ίσως να εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή.
Στεκόταν στην πόρτα και προσπαθούσε να πάρει μια απόφαση. Ίσως αν ο ήλιος σε λίγες ώρες τον έβρισκε κάπου αλλού και όχι πίσω από αυτούς τους νοτισμένους με το άρωμά της τοίχους, να τον βοηθούσε να σκεφτεί πιο καθαρά. Τι θα μπορούσε να κάνει από εδώ και πέρα;
Δεν το σκέφτηκε πολύ. Το άρωμα της την κρατούσε ακόμα εδώ. Θα γυρνούσε, αργά ή γρήγορα. Δεν είχε που αλλού να μείνει. Αυτό ήταν το σπίτι της. Το σπίτι τους. Ένας μόνο τρόπος υπήρχε να περάσουν οι ώρες μέχρι το ξημέρωμα. Ήξερε που έπρεπε να πάει, ποιον να ρωτήσει και τι ήθελε να βρει. Μόνο ένα πράγμα θα του έδινε δύναμη, θα τον βοηθούσε να καταλάβει, να νιώσει, να ξυπνήσει. Έφυγε και πάλι, μόνο που τώρα είχε προορισμό. Θα την έβρισκε την άκρη.
Αυτό που προσπαθούσε να αποφύγει για εκείνη θα γινόταν εξ’ αιτίας της το καταφύγιό του. Ξανά. Σε ποια κακόφημα στενά περπάτησε… ήταν όντως κακόφημα ή έτσι τον είχαν πείσει; Δεν ήξερε τις απαντήσεις κι ούτε αναρωτήθηκε περισσότερο. Γρήγορα ένιωσε τα άκρα του να μην τον υπακούν. Κάτω από τα κίτρινα φώτα αισθανόταν σαν πλάσμα της φαντασίας. Η σκιά του μεγάλωνε και μίκραινε. Μία πίσω του, μία μπροστά του. Ήθελε να συναγωνιστεί αυτό το παιχνιδιάρικο πνεύμα, αλλά βρέθηκε μπροστά του αυτό το ρημάδι το αυτοκίνητο. Γιατί ήταν στο δρόμο του; Δεν ήταν πολύ μακρά από το σπίτι του. Το σπίτι τους… Να… εδώ στη γωνία….
Φοβήθηκε μήπως έγινε ξανά το τέρας που είχε τόσο προσπαθήσει να αποβάλλει από μέσα του. Τι θα μπορούσε να τον βοηθήσει; Ένα ζευγάρι νεαρών τον απέφυγαν στη γωνία. Τους κοίταξε. Μια στιγμή του πήρε να θυμηθεί αυτό το βλέμμα της αποστροφής να τον σημαδεύει. Πως ήταν, πόσο γρήγορα γίνεται ενοχλητικό, πόσο τον έκανε να ντρέπεται… Αλλά, το μόνο που ήθελε ήταν να πάει σπίτι.
Ο ήλιος είχε πλέον ανατείλει. Άφησε την πόρτα να κλείσει πίσω του. Είχαν περάσει ώρες. Με δυσκολία κρατούσε όρθιο το κορμί του. Φοβήθηκε πως δεν θα καταφέρει να φτάσει στον καναπέ, να ξαπλώσει λίγο. Άφησε να ακουστεί το όνομά της στο ημι-σκότεινο δυάρι. Τότε θυμήθηκε. Η Έλσα τον άφησε. Μα, εκείνος τη χρειαζόταν. Τώρα, περισσότερο από ποτέ.
Μια γροθιά είχε σταθεί στο λαιμό του. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το γιατί, ούτε το που. Ήταν μόλις πριν από λίγο που νόμισε πως στάθηκε δίπλα του. Έφερε το μαξιλάρι του καναπέ στο πρόσωπό του. Ήθελε να φωνάξει το όνομά της, μήπως και θυμηθεί. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε το άρωμά της… Ξέχασε το άρωμα της…
Έλσα
Αρχική δημοσίευση: https://www.logoclub.gr/logo-vima-epivrabeusi-dhmosieyshs/62-dihghma/2504-2016-01-08-02-53-36.html